Πώς η πριγκίπισσα Νταϊάνα έγινε ένα παγκόσμιο brand που δεν σβήνει ποτέ
Αναμφίβολα, η Πριγκίπισσα Νταϊάνα υπήρξε ένα από τα πιο πλέον λαοφιλή μέλη της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας. Γοητευτική, μελαγχολική, ουμανίστρια και προσιτή στον λαό, έγινε fashion icon και ίνδαλμα, επηρεάζοντας την ποπ κουλτούρα της εποχής της κι όχι μόνο.
Ήταν τον Νοέμβριο του 1995, όταν η Πριγκίπισσα Νταϊάνα κάθισε απέναντι από τον δημοσιογράφο Μάρτιν Μπάσιρ στο διαμέρισμά της στο Παλάτι του Κένσινγκτον για να γυρίσουν τη διάσημη συνέντευξη στο «Panorama». Ανάμεσα στις γνωστές δηλώσεις της για τον Κάρολο, την Καμίλα και την επιθυμία της να γίνει «βασίλισσα στις καρδιές των ανθρώπων», υπήρχε και μια οξυδερκής παρατήρηση για την κατάστασή της: «Βλέπεις τον εαυτό σου ως ένα καλό προϊόν, που κάθεται σε ένα ράφι και πουλάει και οι άνθρωποι βγάζουν πολλά χρήματα από σένα», είπε λακωνικά στον Μπάσιρ.
Ίσως δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι η Νταϊάνα είχε πολύ καλή αντίληψη για το πόσο εμπορεύσιμο «προϊόν» μπορούσε να είναι. Άλλωστε, οι αδελφές της, πριν απότον γάμο της με τον Κάρολο, είχαν βάλει προφητικά τέλος στις αναστολές και τις ανησυχίες της, λέγοντας: «Το πρόσωπό σου είναι στις πετσέτες τσαγιού, οπότε είναι πολύ αργά να το βάλεις στα πόδια τώρα».
Πράγματι, η Νταϊάνα ήταν ένα «καλό προϊόν» και η αγοραστική της αξία αυξήθηκε κατά πολύ μετά από τον τραγικό θάνατό της. Σήμερα, η «βιομηχανία Νταϊάνα» ανθίζει ακόμα, αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ακριβώς το μέγεθός της.

Η «πριγκίπισσα του λαού» παραμένει 27 χρόνια μετά από τον χαμό της πανταχού παρούσα στην ποπ κουλτούρα, χάρη στη σειρά«The Crown» στο Netflix, τις βιογραφικές ταινίες που κυμαίνονται από camp (όπως η ταινία «Diana» του 2013 με την Ναόμι Γουότς) έως arthouse (το «Spencer» του 2021), τα αμέτρητα ντοκιμαντέρ, ακόμη και σε ένα πολυαναμενόμενο θεατρικό μιούζικαλ. Επιπλέον, τα φορέματά της συνεχίζουν να πωλούνται για εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε δημοπρασίες.
Το ενδυματολογικό στυλ της Νταϊάνα άλλωστε έχει γίνει αγαπημένο σημείο αναφοράς για τη γενιά Z. Σε πλατφόρμες, όπως το Etsy και το Vinted, εύκολο θα βρει κανείς αναπαραγωγές μερικών από τα φούτερ της από τη δεκαετία του '90, όπως το διάσημο «black sheep». Επίσης, στο κατάστημα δώρων στο Παλάτι του Κένσινγκτον, εκεί δηλαδή που πέρασε αρκετά χρόνια δυστυχισμένη, η μορφή της εμφανίζεται σε βιβλία και σε φλιτζάνια τσαγιού. Στην ιστοσελίδα των Ιστορικών Βασιλικών Παλατιών αντίστοιχα, μπορεί κανείς να αγοράσε κοσμήματα εμπνευσμένα από το μπλε δαχτυλίδι αρραβώνων της και την τιάρα Spencer.


Η εμπορευματοποίηση της εικόνας της Νταϊάνα
Αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους πιο άμεσους τρόπους με τους οποίους η εικόνα της Νταϊάνα έχει εμπορευματοποιηθεί στο κοινό. Στο νέο του βιβλίο «Dianaworld», μια εκτενή πολιτιστική ιστορία της πρώην Πριγκίπισσας της Ουαλίας, ο συγγραφέας Έντουαρντ Γουάιτ εξετάζει τις πολύπλευρες πολιτιστικές και εμπορικές συνέπειες του φαινομένου «Νταϊάνα».
Το «Dianaworld» είναι γεμάτο με εντυπωσιακέ ανεκδοτολογίες, που σχετίζονται με τη Νταϊάνα. Γνωρίζατε, για παράδειγμα, ότι το 2010 μια κινεζική μάρκα εσωρούχων λάνσαρε μια σειρά με το όνομα «Diana»; Μάλιστα στη διαφήμιση πρωταγωνιστούσε μια γυναίκα που της έμοιαζε, η οποία φορούσε εσώρουχα και τιάρα, και χαμογελούσε σε ένα μικρό παιδί, παίζοντας τσέλο; Ή ότι για σχεδόν 25 χρόνια, οι επισκέπτες σε ένα γραφείο κηδειών κοντά στο Μπέρμιγχαμ καλωσορίζονταν από μια γρανιτένια αναπαράσταση της πριγκίπισσας;
Οι λόγοι που η γοητεία της Νταϊάνα – και μαζί η εμπορική της αξία – διαρκώς αυξάνονται, αποτελούν αντικείμενο συζήτησης από το 1997. Η ίδια είχε την ικανότητα να συνδέεται συναισθηματικά με τους απλούς ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα την περιέβαλλε μια μοναδική λάμψη και τραγικότητα λόγω του θανάτου της, όπως σημειώνει ο Γουάιτ. Επιπλέον, η εμπορευματοποίησή της ήταν αναμενόμενη, καθώς υπήρξε εξαρχής υπήρξε «μια καταναλωτική πριγκίπισσα», έστω και άθελά της. Όπως λέει ο συγγραφέας, «από την αρχή είχε συνδεθεί με επώνυμα προϊόντα».
Για παράδειγμα, την ημέρα του γάμου της, την ώρα που ετοιμαζόταν, άρχισε να τραγουδά τον σκοπό από τις διαφημίσεις παγωτού Cornetto – το γνωστό «Just one Cornetto» που τραγουδιόταν όπερα από έναν ψεύτικο Ιταλό γονδολιέρη. Αυτή η αυθόρμητη και χαρούμενη στιγμή έγινε γρήγορα μέρος του μύθου της. Στο βιβλίο της Τίνα Μπράουν «The Diana Chronicles» (2007),περιγράφεται με λεπτομέρεια πώς άρχισε να τραγουδάει, όσο της έβαζαν το νυφικό, παρασύροντας και τις παρανύμφους.

Αυτή η εικόνα υπενθυμίζει ότι η Νταϊάνα ήταν ακόμα πολύ νέα και ότι μεγάλωσε μέσα στη λαϊκή κουλτούρα της τηλεόρασης και της διαφήμισης, όπως όλοι μας. Όπως λέει ο Γουάιτ: «Ήταν πάντα το μέλος της βασιλικής οικογένειας που κατανάλωνε, όπως κι εμείς». Πολλοί θυμούνται, ας πούμε, πως πήγαινε τους γιους της σε φαστ φουντάδικα, πράγμα που βλέπουμε και στο τέλος της ταινίας «Spencer», όπου η Κρίστεν Στιούαρτ, ως Νταϊάνα, πηγαίνει με τον Γουίλιαμ και τον Χάρι σε ένα KFC (αν και στην πραγματικότητα προτιμούσε τα McDonald’s).
Ο Γουάιτ επισημαίνει επίσης ότι η Νταϊάνα ήταν το πρώτο μέλος της βασιλικής οικογένειας που μπορούσε να «καταναλωθεί» με τέτοιον τρόπο από το κοινό, λόγω της τεχνολογικής προόδου. Με την έλευση της έγχρωμης φωτογραφίας, τα περιοδικά μπορούσαν να γεμίσουν τα ένθετά τους με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης. Περιοδικά,όπως το «Majesty», δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για φωτογραφίες της βασιλικής οικογένειας, με την Νταϊάνα πάντα να πρωταγωνιστεί. Μάλιστα, οι φωτογράφοι την αποκαλούσαν «η Πριγκίπισσα των Πωλήσεων».
Η εξάπλωση του βίντεο την ίδια περίοδο έκανε πολλούς να παρακολουθούν μετά μανίας της στιγμές της ζωής της στο σπίτι τους. Ο Γουάιτ εντόπισε μια διαφήμιση για ένα ντοκιμαντέρ που θα κυκλοφορούσε σε βιντεοκασέτα λίγο μετά από τον γάμο της – σε πολύ υψηλή τιμή – με χώρο για να ηχογραφήσει κανείς και την τηλεοπτική μετάδοση. Αυτό το χειροποίητο «σουβενίρ» ήταν απόδειξη του πως οι άνθρωποι ένιωθαν ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν μια προσωπική σχέση με την Νταϊάνα μέσω της εικόνας της.
Πώς η Νταϊάνα έγινε λατρεία
Για ορισμένους θαυμαστές της Νταϊάνα, το να αποκτήσουν κάτι που άγγιξε ή φόρεσε η αγαπημένη τους πριγκίπισσα δεν είναι απλώς ένας τρόπος να κατέχουν ένα κομμάτι τηςΙιστορίας , έχει σχεδόν μια θρησκευτική διάσταση, σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γουάιτ. «Έχει να κάνει με την καταναλωτική ανάγκη που νιώθουν οι άνθρωποι, και την πίστη ότι μέσα σε κάποια από αυτά τα αντικείμενα υπάρχει κάτι μαγικό», λέει. «Μερικοί από όσους μίλησα – χωρίς να θέλω να τους βάλω όλους στο ίδιο καλάθι – ήταν σχεδόν σαν να ένιωθαν ότι έχουν στην κατοχή τους ένα κομμάτι από την Ιερή Σινδόνη».
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πολλοί συνεχίζουν να κάνουν τα δικά τους «προσκυνήματα» σε χώρους που συνδέονται με τη μνήμη της, όπως παλάτια και αρχοντικά, αλλά και σε πιο μακάβρια μέρη. Το Άλθορπ, η πατρογονική έπαυλη της οικογένειας Σπένσερ και τόπος ταφής της Νταϊάνα, εξακολουθεί να προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε καλοκαίρι που ανοίγει για το κοινό. «Δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο παλιά ως προορισμός, με την έννοια ότι οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί αποκλειστικά επειδή μεγάλωσε εκεί η Νταϊάνα, αλλά παρ' όλα αυτά συνεχίζει να δέχεται χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο», λέει η Μπέβερλι Μπόντεν, αναπληρώτρια κοσμήτορας στη Σχολή Διεθνών Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Teesside και ερευνήτρια στον τομέα του «σκοτεινού τουρισμού» – δηλαδή της επίσκεψης σε μέρη που σχετίζονται με θάνατο και τραγωδία.

Ένα από αυτά είναι και το σημείο του μοιραίου τροχαίου στο Παρίσι, όπου η Νταϊάνα μαζί με τον αγαπημένο της Ντόντι Αλ Φαγέντ έχασαν τη ζωή τους. «Αμέσως μετά από το δυστύχημα, η γέφυρα Πον ντε λ’ Άλμα, όπου συνέβη το γεγονός, μετατράπηκε τόπο προσκυνήματος – και ακόμα και σήμερα λειτουργεί ως μνημείο», εξηγεί η Μπόντεν.
Βέβαια, τέτοιες εκδηλώσεις είναι δύσκολο να εμπορευματοποιηθούν – αν και, όπως φαίνεται, κάποιοι το προσπάθησαν. Ένα άρθρο του BBC από το 1998 περιέγραφε πώς μόλις έναν χρόνο μετά από τον θάνατο της Νταϊάνα, ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι προκάλεσε σάλο, προσφέροντας την «Περιοδεία της Νταϊάνα», αναπαριστώντας την τελευταία της διαδρομή στην πόλη. «Με λίγα επιπλέον χρήματα, οι τουρίστες μπορούσαν να κάνουν μια μακάβρια βόλτα με Mercedes παρόμοια με αυτήν στην οποία ήταν επιβάτης η Νταϊάνα», ανέφερε το ρεπορτάζ.
Για τον Γουάιτ όμως, πέρα από τέτοιες κραυγαλέες, κακόγουστες προσπάθειες εκμετάλλευσης, όλα αυτά – τα συλλεκτικά αντικείμενα, τα ενθύμια, τα ταξίδια – είναι απλώς τρόποι με τους οποίους ο κόσμος εκφράζει «ειλικρινά τα συναισθήματά του για τη Νταϊάνα». Είναι «ειλικρινείς εκδηλώσεις αγάπης και σύνδεσης», που ίσως να δείχνουν «κάτι πραγματικά βαθύ για την επίδραση που είχε σε τόσους απλούς ανθρώπους».

«Η συλλογική μας εμμονή με την Νταϊάνα και η συνεχής αναζήτηση νέων τρόπων να εξερευνήσουμε (ή και να εκμεταλλευτούμε) την εικόνα της, φαίνεται πως θα συνεχιστεί για αιώνες», λέει ο Γουάιτ. Ο ίδιος έχει και μια ακόμα θεωρία: πως «αυτό που επιβιώνει περισσότερο στον σύγχρονο κόσμο όταν σκεφτόμαστε τη βασιλεία, είναι οι ιστορίες γυναικών με υψηλό διακύβευμα». Η συλλογική μας εμμονή με τις έξι συζύγους του Ερρίκου Η’, το αποδεικνύει. Παραμένουμε γοητευμένοι από αυτές τις γυναίκες που ρίσκαραν, έζησαν μυθιστορηματικά και συχνά πλήρωσαν βαρύ τίμημα. «Αν είμαστε ακόμα παθιασμένοι με την Άννα Μπολέυν 500 χρόνια μετά από τον θάνατό της», λέει χαρακτηριστικά, «υπάρχει κάθε πιθανότητα να συνεχίσουμε να ανακαλύπτουμε νέα πράγματα και στην ιστορία της Νταϊάνα» .
Με πληροφορίες από τον independent.co.uk