Νέες ταινίες

Νέες ταινίες: Ο Τζιμ Τζάρμους σκηνοθετεί κορυφαία ονόματα σε ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για τις οικογενειακές σχέσεις

Στις νέες ταινίες αυτής της εβδομάδας, ο Τζιμ Τζάρμους συγκεντρώνει ένα εντυπωσιακό καστ και αφηγείται τρεις αυτοτελείς ιστορίες για τη σχέση γονιών και παιδιών με το χαρακτηριστικό υπόγειο χιούμορ του, ο Γιάννης Σμαραγδής υπογράφει τη βιογραφία του Ιωάννη Καποδίστρια κι ο Βραζιλιανός σκηνοθέτης Γκαμπριέλ Μασκάρου μας οδηγεί σε ένα τρυφερό ταξίδι αυτογνωσίας, βραβευμένο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.

Father Mother Sister Brother

Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Τομ Γουέιτς, Κέιτ Μπλάνσετ, Άνταμ Ντράιβερ, ΙΊτια Μουρ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Βίκι Κριπς

Περίληψη: Τρεις αυτοτελείς ιστορίες για τη σχέση γονιών και παιδιών.

Ένα κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στην οικογενειακή ευτυχία με τη σφραγίδα του Τζιμ Τζάρμους, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.

Ο ευκολόπιστος Τζεφ και η καχύποπτη, πραγματίστρια μεγάλη αδελφή του, η Έμιλι, αποφασίζουν να πάρουν μια μέρα off από τις πιεστικές ζωές τους και να πάνε στο πατρικό τους στο Νιου Τζέρσεϊ για να τσεκάρουν πώς τα βγάζει πέρα ο πατέρας τους, ο οποίος, μετά από την κηδεία της μητέρας τους, έχει απομονωθεί και εμφανίζεται μόνο, όταν χρειάζεται χρήματα (δηλαδή, συχνά).

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, μια κλασάτη, παγερή συγγραφέας ρομαντικών best sellers περιμένει τις δύο κόρες της —τη σφιγμένη, συντηρητική Τιμοθέα και τη μικρότερη, ρέμπελη Λίλιθ— για το ετήσιο ραντεβού τους για τσάι και συμπάθεια. Έτσι έχουν ρυθμίσει τις ζωές τους: βρίσκονται μία μέρα τον χρόνο από κοντά, λένε τα νέα τους και έπειτα επιστρέφουν στις ανεξάρτητες ζωές τους.

Παράλληλα, στο Παρίσι, η Σκάι και ο Μπίλι, δύο δίδυμα αδέλφια, συναντιούνται για μία άχαρη, επώδυνη διαδικασία: οι γονείς τους πέθαναν σε ένα δυστύχημα και τώρα πρέπει να αδειάσουν το διαμέρισμα στο οποίο μεγάλωσαν, για να πουληθεί.

Ο Πάπας του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου επιστρέφει με τρεις αυτοτελείς ιστορίες, που ναι μεν δεν συνδέονται μεταξύ τους, περιστρέφονται όμως γύρω από τον ίδιο άξονα: τις οικογενειακές σχέσεις, το πώς η μία γενιά επηρεάζει την άλλη και το ότι τελικά παντού υπάρχουν μυστικά και ψέματα που μας καθορίζουν. Από τις ΗΠΑ στο Δουβλίνο και από εκεί στο Παρίσι, ενήλικες συναντούν τους γονείς τους ή την ανάμνησή τους, αφού στην τρίτη ιστορία οι γονείς έχουν πεθάνει. Και ο Τζάρμους, πιστός στο να αποκαλύπτει την ποίηση της καθημερινότητας, εστιάζει σε μικρές λεπτομέρειες και σιωπές, αποθεώνοντας το φαινομενικά ασήμαντο.

Άλλωστε, στις ταινίες του  Αμερικανού δημιουργού δεν συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό όσον αφορά στην πλοκή. Το μεγαλείο του σινεμά που κάνει ο Τζάρμους έγκειται στη λιτότητα, στη δεξιοτεχνία του να αποθεώνει αυτό που εύκολα προσπερνάμε και, χωρίς εκρήξεις, μεγαλοστομίες και διδακτισμούς, να λέει απλές ιστορίες που στον πυρήνα τους κρύβουν μια μοναδική αλήθεια.

Το εντυπωσιακό καστ, με προεξέχοντες τον Τομ Γουέιτς και την υπέροχη Κέιτ Μπλάνσετ, με τις υποδειγματικές τους ερμηνείες, γίνονται κοινωνοί του μεγάλου σινεμά που κάνει ο Τζάρμους, ο οποίος, σε μια εποχή όπου ο εντυπωσιασμός κυριαρχεί, επιμένει στην ουσία.

Καποδίστριας

Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής

Παίζουν: Αντώνης Μυριαγκός, Τάσος Χαλκιάς, Μάξιμος Μουμούρης, Νικορέστης Χανιωτάκης, Γιάννης Σύριος, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη

Περίληψη: Η ιστορία του Έλληνα πολιτικού και πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Γιάννης Σμαραγδής επιστρέφει με μια ακόμα βιογραφία, βασισμένη στη ζωή του σπουδαίου Έλληνα πολιτικού και διπλωμάτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένα σημαντικό κεφάλαιο όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής Ιστορίας. Ξεκινώντας την καριέρα του ως διπλωμάτης, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανεξαρτησία της Ελβετίας, έσωσε, σχεδόν κυριολεκτικά, τη Γαλλία ζητώντας ως αντάλλαγμα βιβλία και έγινε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κράτος δικαίου, όπου η παιδεία θα είχε σημαντικό ρόλο.

Ο ίδιος δεν δίστασε να συγκρουστεί με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και εσωτερικά με την οικογένεια του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, για να καταλήξει τελικά νεκρός από τα δικά τους πυρά, οπλισμένα βέβαια από τους «προστάτες» της πατρίδας. Έχοντας για χάρη του οράματός του εγκαταλείψει και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Ρωξάνη Στρούτζα, και παρά το γεγονός πως ο ίδιος ήξερε καλά ποιο θα ήταν το τέλος του, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και υπερασπίστηκε με πάθος τις ιδέες του και τον αγνό ιδεαλισμό του.

Η ιστορία του Καποδίστρια είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της Ελλάδας, που αγωνίστηκε για την ελευθερία της για να την αποκτήσει τελικά με ξένες πλάτες και έκτοτε παλινδρομεί στις εσωτερικές έριδες, επιβεβαιώνοντας το ρητό «ουδείς προφήτης στον τόπο του». Και η επιστροφή σε αυτό ακριβώς το κεφάλαιο σημαίνει πολλά, ειδικά σήμερα, καθώς έρχεται να μας υπενθυμίσει ένα παρελθόν που ακόμα μας στοιχειώνει. Θα μπορούσε να γίνει ένα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ ο βίος του Καποδίστρια, αλλά ο Γιάννης Σμαραγδής στρέφεται σε μια ακαδημαϊκή βιογραφία, συχνά και αγιογραφία, με κεντρικό άξονα όμως αυτές ακριβώς  τις παραμέτρους.

Σαφώς, ο σεβασμός του Έλληνα σκηνοθέτη είναι έκδηλος σε κάθε πλάνο αυτής της μεγαλεπήβολης παραγωγής, που σκηνογραφικά και αισθητικά πληροί όλα τα κριτήρια μιας επικής ταινίας, με τον Σμαραγδή όμως, για ακόμα μία φορά, σκηνοθετικά να καταφεύγει σε τηλεοπτικής λογικής λύσεις, χωρίς να αποφεύγει γραφικότητες, όπως οι σκηνές όπου ο Καποδίστριας συνδέεται με το θείο.

Επιπλέον, οι διάλογοι επιμένουν κυρίως σε εθνικοπατριωτικές κορώνες, που κάνουν το σενάριο να θυμίζει ελαφρώς σχολική γιορτή. Γιατί μπορεί μεν εκείνη την εποχή, όπως μαρτυρούν άλλωστε και τα γραπτά, να κυριαρχούσε στη γλώσσα των Ελλήνων η αγάπη για την πατρίδα και η Ορθοδοξία, αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι μιλούσαν καθημερινά με διδακτικό ύφος.

Από την άλλη πλευρά, ο Αντώνης Μυριαγκός, πέρα από την εντυπωσιακή εξωτερική ομοιότητα με τον Καποδίστρια, με το έντονο βλέμμα του και τις εύγλωττες σιωπές του, αντιστέκεται σθεναρά στον ξύλινο λόγο και δίνει στον ρόλο του μια βαθιά εσωτερικότητα και μια μειλίχια σοφία.

Γαλάζιο Μονοπάτι (O último azul /The Blue Trail)

Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλ Μασκάρου

Παίζουν: Ντενίζ Γουάινμπεργκ, Ροντρίκγο Σαντορο, Μίριαμ Σοκάρας

Περίληψη: Μια 77χρονη γυναίκα δραπετεύει από την επιτήρηση και την αναγκαστική συνταξιοδότηση, παίρνοντας μια βάρκα και διασχίζοντας τον Αμαζόνιο για να κυνηγήσει το όνειρό της να πετάξει.

Ο Γκαμπριέλ Μασκάρου επιστρέφει με μια τολμηρή οδύσσεια στο εγγύς μέλλον, που απέσπασε το βραβείο της Αργυρής Άρκτου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Σε ένα κοντινό μέλλον, στη Βραζιλία, οι ηλικιωμένοι από τη μία μεν παρασημοφορούνται, από την άλλη υποχρεώνονται σε συνταξιοδότηση και αποκλείονται από την ενεργό κοινωνική συμμετοχή μέσω ακραίας επιτήρησης. Κάποιοι στέλνονται στην Αποικία, από όπου λέγεται ότι οι περισσότεροι δεν επιστρέφουν ποτέ.

Η Τερέζα, μια 77χρονη γυναίκα της εργατικής τάξης, που έχει περάσει μια ζωή δουλεύοντας σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας κρέατος αλιγάτορα, αρνείται να συμμορφωθεί με τα συμβατικά μέτρα και να παραδοθεί στη μοίρα της. Το μόνο που θέλει είναι να πετάξει με αεροπλάνο, πράγμα όμως που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει χωρίς τη συγκατάθεση της κόρης της. Έτσι, αποφασίζει να αποδράσει, καβαλώντας τα κινούμενα νερά του Αμαζονίου με ένα σκάφος, και ακολουθεί τον ρου του ποταμού σε μια απρόβλεπτη διαδρομή αυτογνωσίας. Οι χαρακτήρες που συναντά στην πορεία της αποκαλύπτουν τις ελευθερίες που δεν βίωσε ποτέ.

Ο Βραζιλιάνος Μασκάρου («Neon Bull»), αποφασισμένος να αντιταχθεί στην ομοιομορφία της σύγχρονης εποχής, φτιάχνει μια αλληγορία που κινείται ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και την επιστημονική φαντασία, με απώτερο σκοπό να δώσει στην τρίτη ηλικία τη φωνή που της αναλογεί. Μάλιστα, επιλέγει συνειδητά έναν αργό αφηγηματικό ρυθμό, για να υποβάλλει τον θεατή στον ρυθμό της κεντρικής ηρωίδας.

Με αυτόν τον τρόπο, η Τερέζα γίνεται σύμβολο αντίστασης σε μια κοινωνία που υποτιμά το γήρας και ταυτόχρονα επιστρατεύει ολοκληρωτικές μεθόδους ελέγχου των πολιτών, οδηγώντας την στο δάσος του Αμαζονίου για ένα νέο, ξεχωριστό road movie. Η αντίθεση ανάμεσα στην καλύβα ή το εργοστασιακό περιβάλλον της Τερέζας και τη μεγαλειώδη, άγρια φύση κυριαρχεί σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας, με την ίδια να επιλέγει τη διαφυγή από την οριστική ρήξη.

Παίζονται ακόμα:

Μπομπ Σφουγγαράκης: Η Αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελόνη(The SpongeBob Movie: Search for SquarePants)

Σκηνοθεσία: Ντέρεκ Ντράιμον

Με τις φωνές των: Τομ Κένι, Κλάνσι Μπράουν, Ρότζερ Μπούμπας, Μπιλ Φέιγκερμπακε, Καρολίν ΛόρενT

Περίληψη: Ο Μπομπ Σφουγγαράκης σε νέες περιπέτειες.

Ο αγαπημένος τηλεοπτικός χαρακτήρας επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη.

Απελπισμένος να δείξει πόσο σημαντικός είναι, ο Μπομπ Σφουγγαράκης πρέπει να αποδείξει την αξία του στον κύριο Καβούρη, ακολουθώντας τον Ιπτάμενο Ολλανδό σε μια πειρατική περιπέτεια, που τον μεταφέρει στα βαθύτερα βάθη της βαθιάς θάλασσας, εκεί που κανένα Σφουγγάρι δεν έχει πάει ποτέ!

Ο έρωτας...γράφεται



Σκηνοθεσία: Βασίλης Μυριανθόπουλος

Παίζουν: Έλλη Τρίγγου, Γιάννης Ποιμενίδης, Παύλος Ορκόπουλος, Γιώργος Γεροντιδάκης, Γιούλη Τσαγκαράκη, Έλενα Ουζουνίδου, Κώστας Κάππας, Δανάη Λουκάκη, Ελίνα Μάλαμα, Μόσχα Χατζηευσταθίου, ειδική εμφάνιση Μαρία Αλιφέρη

Περίληψη: Ένα απολαυστικό ταξίδι γεμάτο παρεμβατικούς φίλους, οικογενειακές ανατροπές και πολύ χιούμορ. Γιατί μερικές φορές τον έρωτα δεν μπορείς να τον προβλέψεις, αρκεί μόνο να τον αφήσεις να γραφτεί.

Μια ρομαντική κομεντί για το τι μπορεί να γεννηθεί όταν δύο αφηγήσεις και δύο ζωές ενώνονται κατά λάθος.

Τι γίνεται όταν δύο άνθρωποι, που από μόνοι τους δυσκολεύονται να βάλουν τη ζωή τους σε τάξη, πρέπει ξαφνικά να γράψουν ένα βιβλίο μαζί; Η Άννα, μια ανερχόμενη συγγραφέας που παλεύει να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο, συναντά τον Μιχάλη, έναν ιδεαλιστή δικηγόρο που ξέρει να χειρίζεται καλά τις λέξεις. Μία τυχαία συνάντηση στο βιβλιοπωλείο της οικογένειάς της θα ανατρέψει τελείως τις ζωές τους. Όσο οι σελίδες του νέου βιβλίου γεμίζουν, η φαντασία αρχίζει να μπλέκεται με την πραγματικότητα και να διαμορφώνει μια νέα, δική τους ιστορία.

Γύρω από αυτούς, ένα ensemble χαρακτήρων προσθέτει χιούμορ, ρυθμό και απρόβλεπτες ανατροπές: η Νάταλι, η αφοσιωμένη κολλητή και συγκάτοικος της Άννας· ο Πάνος, ο καλύτερος φίλος του Μιχάλη, διχασμένος ανάμεσα στο fitness και στα κρουασάν· η Ζωή, η μητέρα της Άννας, που προσπαθεί με δυναμισμό και αγωνία να κρατήσει το βιβλιοπωλείο όρθιο· ο Ανδρέας, ο πατέρας της Άννας, σοφός αλλά κουρασμένος βιβλιοπώλης που παλεύει με τα χρέη και τις ευθύνες· η Έλενα, κομμώτρια με τη δική της θεωρία για το πώς το χρώμα των μαλλιών επηρεάζει την επιτυχία μιας σχέσης· η Ανδρούλα, η οικογενειακή φίλη με κυπριακό ταμπεραμέντο και αναπάντεχες δεξιότητες· και η Δώρα, η σύντροφος του Μιχάλη που επιθυμεί να προχωρήσει τη σχέση τους στο επόμενο βήμα.

Αυτές οι παράλληλες δυναμικές διαμορφώνουν τον παλμό της ταινίας, όπου το χιούμορ, η τρυφερότητα και οι αλήθειες που αποφεύγουμε να πούμε παίρνουν μορφή τόσο μέσα στον πραγματικό κόσμο όσο και στον φανταστικό, ο οποίος αποτυπώνεται με animated στοιχεία εμπνευσμένα από το εικαστικό σύμπαν του διάσημου street artist b.

The Loner

Σκηνοθεσία: Τάκης Βογόπουλος

Παίζουν: Τάκης Βογόπουλος, Νίκος Δροσάκης, Μαρία Επιτροπάκη, Ηώς Αντωνοπούλου

Περίληψη: Τέξας 1923. Ένας φιλήσυχος φωτογράφος, μετατρέπεται σε έναν ανελέητο εκδικητή, μετά τη φριχτή δολοφονία της εγκύου γυναίκας του.

Ένα σπαγκέτι γουέστερν δια χειρός Τάκη Βογόπουλου.

Ένας φιλήσυχος φωτογράφος, άνθρωπος ήρεμος και άκακος, βλέπει την έγκυο γυναίκα του να δολοφονείται άγρια. Από την τέφρα αυτού του εγκλήματος γεννιέται ο Loner: ένας άντρας που αφήνει πίσω του το φως και βαδίζει στο σκοτάδι της εκδίκησης.

Η ταινία είναι το «πρώτο» ελληνικό γουέστερν στα πρότυπα των αυθεντικών ιταλικών spaghetti western. Διαδραματίζεται στο Μεξικό και το Τέξας, ενώ οι διάλογοι είναι στα αγγλικά και στα μεξικάνικα. Όσον αφορά την ιστορία, την πλοκή και το στυλ, ακολουθεί τα χνάρια των δημιουργών spaghetti των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Ο ηθοποιός Τάκης Βογόπουλος, σκηνοθέτης και παραγωγός της ταινίας, διευκρινίζει: «Ο όρος «western» στον ελληνικό κινηματογράφο είναι παρεξηγημένος και, κατά τη γνώμη μου, λανθασμένος, καθώς αποδόθηκε αρχικά σε «ορεινές περιπέτειες» της δεκαετίας του ’60, ενώ τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί ως όρος το νέο-γουέστερν ή μεταμοντέρνο γουέστερν. Ήθελα, λοιπόν, η ταινία μου να έχει την αυθεντικότητα των ταινιών spaghetti western».