Ανδρέας Εμπειρίκος, ο ποιητής του φακού: Οι αθέατες φωτογραφίες του εκτίθενται για πρώτη φορά
Η γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου συμπράττει με τις Radio Athènes και Hot Wheels Athens σε ένα art project δημιουργικής συνύπαρξης, τιμώντας τον μεγάλο ποιητή.
Στη γωνία Τοσίτσα 3 και Ζαΐμη, σε ένα κτίριο του 19ου αιώνα με τη δική του ιστορία και τις γραμμές του εκλεκτικισμού αρραγείς στη μορφή του, τρεις γκαλερί φίλων, η Ελευθερία Τσέλιου, η Radio Athènes της Julia Gardener και η Hot Wheels Athens του Hugo Wheeler, από την Τρίτη 3 Ιουνίου «μετοικούν» προσωρινά μαζί, δημιουργώντας το art space “Tositsa 3”, ένα νέο πολυδύναμο σχήμα, που θα διαρκέσει για έξι μήνες.

Σε αυτή την παράλληλη πορεία, η γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου, συνεχίζοντας τον κύκλο των ιστορικών της εκθέσεων, επιλέγει να τιμήσει τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου, φέρνοντας στο φως 38 αδημοσίευτες φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο, μέσα από την επιλογή του γιου του Λεωνίδα Εμπειρίκου, του επιμελητή Γιώργου Χατζημιχάλη και της Milagros Arano.
Στον δεύτερο όροφο του κτηρίου, ανάμεσα σε έργα που υπόσχονται να μεταφέρουν κάτι από την ενέργεια της σύγχρονης καλλιτεχνικής σκηνής, η επιστροφή στο Εσαεί του Εμπειρίκου μας επαναφέρει στη σημασία του διαχρονικού.

«CopyrightA.L. Embiricos»: Φωτογραφία, το προσωπικό φετίχ του Ανδρέα Εμπειρίκου
“Η πράξη του φωτογράφου είναι εγγύτερη σε αυτή της ανάγνωσης απ’ ό,τι της γραφής. Οι φωτογράφοι είναι οι αναγνώστες του κόσμου”, έχει δηλώσει ο Ιταλός φωτογράφος Ferdinando Scianna, μέλος του ιστορικού πρακτορείου Magnum.
Και ίσως αυτή η πράξη της ανάγνωσης, μεγεθυμένη με την ιδιότητα του ψυχαναλυτή να έδωσε στον Ανδρέα Εμπειρίκο μια δεύτερη δυνατότητα να εξετάζει τον κόσμο, τα αντικείμενα και τους ανθρώπους, μέσα από το σκόπευτρο της μηχανής, πέρα από το θυμικό και τη γραφή του.

Στην έναρξη της έκθεσης μας υποδέχεται τυπωμένο το ποίημα του Φωτοφράκτη μαζί με το ηχητικό απόσπασμα της ανάγνωσής του από τον ίδιο. Το ποίημα μας μιλά για το αδέκαστο μάτι της μηχανής, που αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια… που συλλαμβάνει τον χρόνο και μετατρέπει μια εικόνα στατική σε πολυκύμαντο χορό, μια οντότητα, που συσπάται από οράματα και επιθυμίες…
Ο Εμπειρίκος ξεκίνησε τις δοκιμές του με τη φωτογραφία στα νεανικά του χρόνια, το 1919, απαθανατίζοντας με αμείωτο ενδιαφέρον πρόσωπα οικεία και οικογενειακά ταξίδια. Η εμφάνισή του στα γράμματα το 1935 συνέπεσε με την άσκηση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Η ενασχόληση του με τη φωτογραφία, αξίας αμφίβολης για τα δεδομένα της εποχής, μένει μετέωρη… Ο ερχομός του πολέμου τον αναγκάζει να αποχωριστεί βίαια τις πολύτιμες φωτογραφικές του μηχανές.
Όμως, η έλξη του προς αυτήν δεν ξεθώριασε ουσιαστικά ποτέ… Η επιστροφή αναζωπυρώνεται τη δεκαετία του ’50. Και ειδικά χάρη στη μία και μοναδική έκθεση φωτογραφίας του, που διοργανώθηκε το 1955 στην Αίθουσα Τέχνης Ιλισός, με παρότρυνση του στενού του φίλου και σημαντικού αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Η αφίσα εκείνης της σύντομης έκθεσης, που διήρκεσε μόλις τρεις εβδομάδες, βρίσκει ξανά τον χώρο της σε αυτή την επετειακή έκθεση.
Παντού στις λεζάντες βλέπουμε τον τόπο, τον χρόνο, ένα όνομα και έναν αριθμό…Κι αυτό γιατί, ο Εμπειρίκος με τη σφραγίδα “Copyright A.L. Embiricos” σε όλες τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του, συνήθιζε να αναγράφει πάντα με ιδιόχειρη σημείωση τον χρόνο, τον τόπο, των κωδικό αριθμό, που αντιστοιχούσε στο προσεκτικά ταξινομημένο αρνητικό του φιλμ αλλά και το αρχικό γράμμα για τον τύπο της φωτογραφικής μηχανής, με την οποία είχε τραβηχτεί η φωτογραφία. Contax, Rolleiflex, Leica και Nikon συγκαταλέγονταν ανάμεσα στον τεχνολογικό του εξοπλισμό, που εμπλούτιζε συνεχώς με τη μανία του συλλέκτη, ένα προσωπικό φετίχ απόλυτα συναρπαστικό και δημιουργικό.

Οι φωτογραφίες της έκθεσης εκτείνονται στη δεκαετία μεταξύ 1952-1962…
Από το 1951 και μετά, ιδιαίτερα με τη φυγή στο Παρίσι και την τραυματική εγκατάλειψη της ψυχανάλυσης, η φωτογραφία αρχίζει να παίρνει τον ρόλο μιας διεξόδου αναζωογονητικής, για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, να αποτελεί ένα “νέο είδος ζωής“, όπως σημειώνει στο λεύκωμα του Φωτοφράκτη από τις εκδόσεις Άγρα, ο γιος του, με τις φωτογραφίες του να “κατέχουν τη θέση ημερολογίου ποιητικής αναφοράς αλλά και εικαστικής εκδήλωσης“, μέσα από την επαφή του με την τέχνη του 20ου αιώνα.
Ο κόσμος της φωτογραφίας: Ένας κόσμος αυτόνομος, πλήρης
Στις ασπρόμαυρες λήψεις του Ανδρέα Εμπειρίκου μοιάζει να υπάρχει ένας απόηχος από τον Henri-Cartier Bresson και τον Brassaï, οι οποίοι άφησαν κάτι από τη λεπτότητα και την απέριττη αποτύπωση της καθημερινής ζωής, στο φωτογραφικό του ύφος.

Τα θέματά του ορίζουν οι σκηνές δρόμου, τα ελληνικά και ξένα τοπία και τα πορτρέτα… Στην απλότητά τους διακρίνεις τις κρυφές, ενδότερες διεργασίες. Στα έρημα τοπία του, που περιβάλλονται από μια αχλή γοητείας στέκεσαι να αφουγκραστείς τον δικό τους εσωτερικό ρυθμό, την υπόγεια μουσικότητα. Οι φωτογραφίες δρόμου του είναι εμποτισμένες από μια αίσθηση του λανθάνοντος, του επικείμενου συμβάντος, που έρχεται να διαταράξει την ηρεμία, όπως στα φιλμ νουάρ.

Μελαγχολικές αναμονές και στιγμιαίοι δισταγμοί, που επιτρέπουν το κλικ στο σωστό σημείο φυγής. Μικρές χαριτωμένες αντιφάσεις, όπως μια χάρτινη διαφημιστική κούκλα της Ambre Solaire σε ένα κατά τ’ άλλα έρημο μαγαζί τουριστικών του Σαιν Τροπέ. Μια αντικερί στο Παρίσι με άψυχα αντικείμενα, που σφύζουν από ιστορίες…Η πρωινή πάχνη και ο ήλιος του μεσημεριού, οι αντικατοπτρισμοί του νερού και το αεράκι που νιώθεις να περνά μέσα από μια συστάδα δέντρων… Τα κοσμικά θέρετρα της Κυανής Ακτής διαδέχονται τοπία άγονα και ομιχλώδη, το φως και η ψυχή του αιγαίου… Ντωβίλ, Σαιν Τροπέ, Λούρδη, Παρίσι, η Κέρκυρα, η Σαντορίνη, ο Πόρος, η Μύκονος, το Μοναστηράκι, η Γλυφάδα, η λίμνη Κάρλα της Θεσσαλίας, το Μέτσοβο και ο παράδεισος των παιδικών χρόνων, ο τόπος της προσωπικής του μυθολογίας, η Άνδρος.
Σε μια παύση προσωρινή, κάθε εικόνα αποκαλύπτει στιγμές που αφέθηκαν στην αιωνιότητα. Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι προμαχώνες της μνήμης και μια ποιητική υπόμνηση της ύπαρξης, αιωρούνται σε έναν κόσμο δικό τους.

Σαν τον ζωγράφο που διαλέγει με προσοχή τα χρώματά του, ο Εμπειρίκος με αφορμή μια σκέψη για τον φίλο του Γιάννη Τσαρούχη είχε πει πως “φθάνει να αξιοποιεί ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος μέσα από τη μάζα των ορατών στοιχείων, σε συγκεκριμένη εικόνα το υλικό αυτό κατά τρόπον που να αποτελεί, (…) εντέλει έναν κόσμο αυτόνομο και πλήρη“.
Η αισθαντικότητά τους πηγάζει από μια “απόλυτη φυσικότητα, την επίμονη άρνηση μιας ηθογραφικής γραφικότητας. Οι φωτογραφίες τοπίου του χαρακτηρίζονται από μια κλασική λιτότητα, ενώ τα αστικά του τοπία από μια μοντερνιστική διάθεση”, όπως έχει σχολιάσει ο μελετητής της φωτογραφίας Γιάννης Σταθάτος. Κι αυτό αρκεί. Γιατί “τίποτα δεν είναι πιο παράξενο, πιο ονειρικό από ορισμένες πτυχές της καθημερινής πραγματικότητας. Εικόνες απλές, παραστατικές χωρίς κανένα στοιχείο σκηνοθεσίας, που, όμως, επιβεβαιώνουν ότι για όποιον ξέρει να βλέπει οι ρίζες του παράδοξου βρίσκονται παντού γύρω μας”, κατά τον μελετητή.

Κι αν ο ποιητής έχει πει πως “είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες“, εδώ η αυλαία σηκώνεται και πίσω από “το πέπλο της φαινομενικότητας”, όπως το έχει θέσει ο Francis Bacon, πέρα από το φευγαλέο, το μικροσκοπικό και το ασήμαντο υπάρχει ένα μεγαλύτερο κάδρο της φύσης, ανθρώπινης και μη, της ψυχοσύνθεσης. Η προσήλωση στα μικρά πράγματα, ανοίγει το βλέμμα μας σε μια διάσταση οικουμενική.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με αφορμή τον πολυαγαπημένο του τόπο, την Άνδρο είχε πει ακόμη πως “ησθάνθην διά πρώτην φοράν την ποίησιν που περιέχει και αναδίνει ένα τοπείον και επίσης ότι ένα τοπείον ημπορεί να σημαίνει κάτι επιπλέον απ’ ό,τι παρουσιάζει αντικειμενικώς η φυσική του συγκρότησις-ότι δύναται να ανταποκρίνεται και εις καθαρώς υποκειμενικούς όρους, εις συναισθήματα, εις εσωτερικάς αληθείας”. Κι αυτό συμπυκνώνει την ουσία του φωτογραφικού έργου του.


