Έβελυν Σιούπη: Η ενδυματολόγος πίσω από τη «Ντένη Μαρκορά» και τη «Γιολάντα Ραγιά», τις πιο εμβληματικές ηρωίδες της ελληνικής τηλεόρασης
Η Έβελυν Σιούπη ήταν μία από τις πιο καταξιωμένες και πολυδιάστατες ενδυματολόγους και σκηνογράφους της σύγχρονης ελληνικής σκηνής, με τεράστια επιρροή στον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Με σπουδές στο London College of Fashion από το 1983 έως το 1985, άρχισε να πειραματίζεται αρχικά με τον χώρο της μόδας, συμμετέχοντας στις Μπιενάλε νέων δημιουργών το 1986 και 1987, πριν στραφεί ολοκληρωτικά στην ενδυματολογία, όπου και διακρίθηκε για το μοναδικό της στιλ και την αισθητική της.
Η Έβελυν Σιούπη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963. Η ατμόσφαιρα της παραλίας, τα ποδήλατα στους δρόμους μπροστά στη θάλασσα, τα skateboards στις πίστες κάτω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν εικόνες που αγαπούσε και θυμόταν πάντα με νοσταλγία. Παράλληλα, η ομίχλη της πόλης και η μελαγχολική αίσθηση που της προκαλούσε θύμιζε το κινηματογραφικό ύφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μια κατάθλιψη που όμως, κατά κάποιο τρόπο, έπαιρνε μορφή και ζωή μέσα από την τέχνη.
Τελειώνοντας το σχολείο, έφυγε Λονδίνο για αν σπουδάσει μόδα στο London College of Fashion, επηρεασμένη από το γούστο και την αισθητική του πατέρα της. Στη συνέχεια, παρακολούθησε σεμινάρια ενδυματολογίας και ταξίδεψε στην κεντρική Ευρώπη, το Βερολίνο, μια πόλη που έγινε σημείο αναφοράς για την καλλιτεχνική της ταυτότητα, αλλά και την Αμερική. Τελικά όμως, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να μείνει στο Λονδίνο, την έλκυε πάντα ο νόστος, η επιστροφή στην πατρίδα, που την έκανε να επιλέξει την Ελλάδα ως τόπο δράσης και δημιουργίας, όπως είχε εξομολογηθεί η ιδια σε συνέντευξη της στη Lifo.
Η μεγάλη καριέρα της Έβελυν Σιούπη στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο
Η καλλιτεχνική πορεία της Έβελυν Σιούπη ξεκίνησε ουσιαστικά από τη συνεργασία της με το τηλεοπτικό δίδυμο Παπαθανασίου-Ρέππα στο σίριαλ «Το δις εξαμαρτείν», όπου δημιούργησε την περσόνα της Γιολάντας Ραγιά, που ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο η Ντίνα Κώνστα. Αυτή η περσόνα – κάτι ανάμεσα στην Άιρις Άπφελ και την Αλέξις από τη «Δυναστεία»- αγαπήθηκε τόσο πολύ που αργότερα εξελίχθηκε στους «Δύο ξένους», με τον χαρακτήρα της Ντένης Μαρκορά. Η δουλειά της Σιούπη στα κοστούμια και τα σκηνικά έδωσε αναμφίβολα στις σειρές αυτές έναν αναγνωρίσιμο και πρωτότυπο χαρακτήρα, που άφησε εποχή στην ελληνική τηλεοπτική κωμωδία.

Στη συνέχεια, ανέλαβε τη σχεδίαση των ενδυμάτων και των σκηνικών για σειρά επιτυχημένων παραγωγών, όπως το «Ντόλτσε βίτα» με την Άννα Παναγιωτοπούλου και την Κατιάνα Μπαλανίκα, καθώς και σε κινηματογραφικές ταινίες που αγαπήθηκαν από το κοινό, όπως το «Safe Sex» (1999), «Το κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο» (2001), «Αυστηρώς Κατάλληλο» (2008) και το δραματικό «Οξυγόνο». Συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς της εποχής, αναδεικνύοντας την ικανότητά της να δημιουργεί κόσμους γεμάτους ζωντάνια, ατμόσφαιρα και χαρακτήρα μέσα από τα κοστούμια.
Παράλληλα, η Έβελυν Σιούπη είχε σημαντική παρουσία στο θέατρο, συνεργαζόμενη με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο του Νότου / Αμόρε, αλλά και με το ελεύθερο θέατρο. Η εργογραφία της είναι πλούσια και περιλαμβάνει έργα όπως «Ο Άι Βασίλης είναι σκέτη λέρα», «Με δύο λόγια κυρίες», «Τρομεροί γονείς»- μια παράσταση που ξεχώρισε μέσα της- «Δαίμονες», «Μία μέρα τον Οκτώβρη», «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», «Δείπνο ηλιθίων», «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε», «Εκκλησιάζουσες», και πολλές άλλες παραγωγές που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό θέατρο.
Τρεις φορές τιμήθηκε με το Βραβείο Ενδυματολογίας, για τα έργα «Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός» (2003), «Τσινετσιτά» (2007) και «Να ζει κανείς ή να μη ζει» (2012), αναδεικνύοντας την ποιότητα και την καινοτομία της δουλειάς της.
Η προσωπική της αισθητική ξεχώριζε για το βάθος, την πρωτοτυπία και την ικανότητα να αναδεικνύει χαρακτήρες μέσα από το ένδυμα. Η Έβελυν Σιούπη, όπως θα έγραφε και ο Χάρης Ρώμας σε έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό για τη συνεργάτιδα του, ήταν η ιέρεια του «Υπαρκτού Σουρεαλισμού».

Εκτός από το καλλιτεχνικό της έργο, η Έβελυν Σιούπη ήταν πρωτοπόρος και επιχειρηματικά. Για να εξυπηρετήσει καλύτερα επαγγελματίες και ιδιώτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, δημιούργησε το πρώτο ελληνικό ηλεκτρονικό βεστιάριο, το Madame Pelagie. Εκεί συγκέντρωνε και προσέφερε προς ενοικίαση μια μεγάλη συλλογή από ρούχα, παπούτσια και σπάνια αντικείμενα από τις δεκαετίες του 1920 έως το 1990, με ιδιαίτερη έμφαση σε στυλ όπως art nouveau, art deco και pop art. Με αυτόν τον τρόπο συνδύασε τη σύγχρονη τεχνολογία με την παράδοση και το πάθος της για τη μόδα και την τέχνη.
Η ζωή της ‘Εβελυν Σιούπη χαρακτηριζόταν από ένταση, πάθος, εκρηκτικότητα, αλλά και βαθιά αξιοπρέπεια. Έφυγε νικημένη από τον καρκίνο στις 5 Αυγούστου του 2024, όμως οι συνεργάτες της την θυμούνται ως μια γυναίκα που δεν φοβόταν να πειραματιστεί και να προτείνει, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε πάντα μια σχέση σεβασμού και αμοιβαίας εκτίμησης με όσους δούλεψαν μαζί της. Μάλιστα, οι ηθοποιοί που είχε ντύσει πάντα έλεγαν ότι ποτέ δεν τους επέβαλλε απλώς μια άποψη, αλλά λάμβανε υπόψη της τις ανάγκες τους και την προσωπικότητά τους. Και κάπως έτσι κατάφερνε να δημιουργήσει κοστούμια που αφηγούνταν ιστορίες...
Η Έβελυν Σιούπη άφησε πίσω της μια σπουδαία παρακαταθήκη και ένα πλούσιο έργο που θα εμπνέει τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών. Ο γιος της Δημήτρης ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής της, καθώς εκείνος φρόντιζε να τιμά τη μνήμη της όχι μόνο μέσα από τα έργα της, αλλά και μέσα από τις αξίες που του μετέδωσε.

Cantalar: Οι Τσάντες της Έβελυν Σιούπη που έκαναν τη μόδα δημιουργική ανάγκη
Σε μια εποχή που η τέχνη πάγωσε λόγω της πανδημίας, η Έβελυν Σιούπη, που παντα, όπως είχε πει αισθαινόταν ότι δεν είχε καταφέρει να συνδυάσει τη μόδα με την τέχνη, όπως ας πούμε η Κοκό Σανέλ, βρήκε έναν νέο καμβά έκφρασης: τις εντυπωσιακές και πολύχρωμες τσάντες Cantalar. Ένα project που ξεκίνησε σχεδόν τυχαία, μέσα στην απομόνωση των lockdowns, και κατέληξε να γίνει “δήλωση” στιλ στους δρόμους της Αθήνας.
Η Σιούπη, γνωστή για το μοναδικό της βλέμμα, ξεδίπλωσε το ταλέντο και το χιούμορ στις Cantalar, αυτές τις υπερμεγέθεις τσάντες, με χειρολαβές από πλέξιγκλας και ραφή στο χέρι.
Το όνομα “Cantalar” προέρχεται από την τουρκική λέξη για την πανδημία, αποτελεί ένα παιχνιδιάρικο σχόλιο για την ανάμειξη των γλωσσών στην καθημερινότητά μας. Για την ίδια, ήταν και μια μικρή ειρωνεία για τους νέους όρους- lockdown, click-in-shop και άλλα, που μπήκαν ξαφνικά στο λεξιλόγιό μας.
Οι Cantalar δεν είναι απλά αξεσουάρ. Είναι κομμάτια μοναδικά και χειροποίητα, που γίνονται το το κεντρικό στοιχείο μιας εμφάνισης. Η Σιούπη έβαλε τους φίλους της να τις φορούν στις γειτονιές της Αθήνας, από τα Εξάρχεια μέχρι το Κολωνάκι, κάνοντάς τες... κινούμενα έργα τέχνης. Καμία Cantalar δεν είναι ίδια με την άλλη. Δεν επαναλαμβάνονται σχέδια, ούτε υφάσματα. Οι χειρολαβές – σχεδιασμένες από την ίδια – μοιάζουν με γλυπτά, ενώ η τεχνική ραφής παραπέμπει στην πολυτέλεια των μαντηλιών Hermes.
Γιατί η Έβελυν Σιούπη δεν έφτιαχνε μόδα. Δημιουργούσε θέσεις, ταυτότητες και σχόλια, συχνά με μια δόση ειρωνείας και πάντα με ουσία. Οι Cantalar είναι το απόσταγμα της εμπειρίας της, της αγάπης της για το ύφασμα, το σχέδιο, την ελληνική πόλη, την καθημερινότητα. Είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμα και μέσα στην αδράνεια, η δημιουργικότητα μπορεί να ανθίσει με χιούμορ, πάθος και στιλ.