Γιάννης Χουβαρδάς: «Δεν έχω παρατήσει ποτέ τίποτα, oύτε καν σχέσεις, ανθρώπινες, ερωτικές, τις παλεύω»

Γιάννης Χουβαρδάς: «Δεν έχω παρατήσει ποτέ τίποτα, oύτε καν σχέσεις, ανθρώπινες, ερωτικές, τις παλεύω»

Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι ένας σκηνοθέτης με έντονο αποτύπωμα στη σκηνή. Στη μακρά του διαδρομή στο θέατρο έμαθε ότι η επιτυχία και η αποδοχή περνά μέσα απ’την αμφισβήτηση και την απόρριψη. Κι έτσι προχωράει.

Με τον «Οιδίποδά» του ενώνει σε μια παράσταση τα δύο έργα του Σοφοκλή, τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» -την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο. Ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα με το οποίο γιορτάζει τα 50χρονά του στο θέατρο.

«Είναι πολλά τα πράγματα που επηρεάζουν τον καθένα μας. Το ένα φέρνει το άλλο και από ένα σημείο και μετά χάνεται η μπάλα. Δεν διαλέγουμε να γεννηθούμε ούτε που θα γεννηθούμε ή ποιους θα συναντήσουμε στη ζωή μας. Από εκεί και πέρα όμως το βήμα το κάνουμε εμείς. Μετά το σχολείο κι αφού αρχίσουμε να φτιάχνουμε μια εικόνα για τον κόσμο, όλα είναι στα χέρια μας. Αλλά έχουμε ήδη διαμορφωθεί. Η τύχη μας έχει πάει ως ένα σημείο.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Το περιβάλλον όπου μεγαλώνεις επηρεάζει, το ποιους γονείς έχεις, τι είδους γονείς είναι αυτοί, τι ψυχοσύνθεση αναπτύσσεις εσύ ο ίδιος -αν είσαι μοναχικός, όπως ήμουν εγώ ή αν δεν είσαι και θέλεις παρέες, αν είσαι εξωστρεφής ή εσωστρεφής. Και γινόμαστε ένα συνονθύλευμα από συνισταμένες που δεν ελέγχουμε. Νομίζουμε ότι κάνουμε επιλογές -αν και πάντα υπάρχει η επιλογή.

»Ηταν άλλες οι εποχές που εγώ μεγάλωσα. Ακόμα και το σχολείο μου ήταν αρρένων. Δυσκολεύτηκα στις κοινωνικές, καταρχήν, σχέσεις με το άλλο φύλο. Δεν ήταν μόνο πρόβλημα απ’το σχολείο, ήταν κι απ’την οικογένεια. Όχι, δεν ήταν συντηρητική η οικογένειά μου, απλώς δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνική, εξωστρεφής, ανοιχτή. Το ζευγάρι των γονιών είχε προβλήματα και όταν υπάρχει δυσλειτουργία στην οικογένεια -εκείνες τις εποχές δεν χώριζαν τόσο εύκολα οι άνθρωποι, το παιδί κλείνεται, εγώ κλείστηκα. Εχω και μια μεγαλύτερη αδερφή.

»Το θέατρο για μένα ήταν 100% αντίδραση, η διαφυγή μου σ’έναν κόσμο που θα μπορούσα να τον πλάσω όπως θα’θελα, με τη φαντασία μου. Κι αυτό δεν το κατάλαβα απ’την αρχή, το κατάλαβα σιγά-σιγά, γι’αυτό και μεταπήδησα απ’την ηθοποιΐα στη σκηνοθεσία. Πέραν απ’το ό,τι δεν ήμουν σε θέση να κάνω την έκθεση που εγώ φανταζόμουν ότι έπρεπε να έχει ένας ηθοποιός, με την σκηνοθεσία μπορούσα, με πιο πλήρη τρόπο, να πλάσω κόσμους. Η σκηνοθεσία μου’δωσε τρομερή διέξοδο.

»Η οικογένεια ήταν θεατρόφιλη, αυτό πρέπει να το αναγνωρίσω. Γνώρισα το θέατρο μέσα από παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης και σ’άλλες αστικές σκηνές, Μυράτ-Ζουμπουλάκης, Εθνικό. Το Σάββατο, κάθε βδομάδα ή βδομάδα παρά βδομάδα, ήταν ημέρα θεάτρου. Άλλες φορές με παίρνανε μαζί οι γονείς μου, άλλες όχι -όσο μεγάλωνα περισσότερο.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Δεν μπορώ να πω ότι μια συγκεκριμένη στιγμή καθόρισε τις επιλογές μου, αλλά θα πω το κλισέ ότι, όπως για πολλούς νέους εκείνη την εποχή, ήταν το Θέατρο Τέχνης. Η γνωριμία μ’έναν χώρο που είχε αυτή τη μυστηριώδη γοητεία, την λίγο σκοτεινή και κλειστή. Σαν μια φυλή περίεργων ανθρώπων που έκαναν περίεργα αλλά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και απέκλιναν απ’τον κυρίως δρόμο του θεάτρου. Τότε το Εθνικό ήταν βαρετό, έπνεε τα λοίσθια.

»Γνώρισα τον Κουν. Με σκηνοθέτησε το καλοκαίρι του ΄75, στην πρώτη επανάληψη των “Ορνίθων” και στο “Επτά επί Θήβας”. Στο ένα ήμουν στον Χορό στο άλλο Αγγελιαφόρος -μεγάλος ρόλος που τον είχε μοιράσει σε 3-4 ηθοποιούς, Κουγιουμτζής, Αρμένης, εγώ…

»Εζησα αυτόν τον κόσμο και με έζησε, και κάπως δεν θέλαμε να συνεχίσουμε. Ήταν από κοινού αυτή η απόφαση. Κι έψαξα να βρω τον δρόμο μου αλλού.

»Τελειώνοντας το σχολείο ξεκίνησα να δώσω εξετάσεις στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ο πατέρας μου ήθελε να πάω στην Ανωτάτη Εμπορική. Πήγα, για να του κάνω το χατίρι, αλλά δεν άντεξα. Επεσε τότε στο τραπέζι το ερώτημα “τι θα γίνει με την με την εταιρεία του πατέρα μου”, ήταν επιχειρηματίας. Συμφωνήσαμε να κάνω πρώτα το στρατιωτικό μου.

»Με τη στολή του σμηνίτη πήγα την πρώτη μέρα στη Σχολή του Κουν. “Τι είναι αυτό, πώς είσαι έτσι;”, μου είπε ο Λαζάνης. Του είπα ότι θα κανονίσω να είμαι στην Αθήνα και να έρχομαι παράλληλα στη σχολή. “Ξέχασέ το, δεν γίνεται”, ήταν η απάντησή του. Με διώξανε. Όταν ξαναπήγα, μετά τον στρατό, μου είπαν ότι πρέπει να ξαναδώσω εξετάσεις. Παρεξηγήθηκα -αναρωτιόμουν αν, ενδιαμέσως, έχασα το ταλέντο… Προφανώς θα υπήρχε κάποιος λόγος δικός τους. Δεν μπήκα στο λούκι και έφυγα στο Λονδίνο. Εδωσα εξετάσεις σε διάφορες σχολές Ευτυχώς με πήραν στη RADA. Οταν γύρισα ξαναπήγα στο Τέχνης, γιατί ο Χατζημάρκος, που ήταν υπέροχος άνθρωπος, με είχε ξεχωρίσει και συμπαθήσει. Ηταν η εποχή που είχε πέσει η χούντα και υπήρχε αυτό το πνεύμα να τα ξαναφτιάξουμε όλα απ’την αρχή. Και παρόλο που είχα συμβόλαιο στο RSC (Royal Shakespeare Company) επέστρεψα στην Ελλάδα, στη χώρα μου. Πήγα στο Θέατρο Τέχνης, έμεινα ένα καλοκαίρι, δεν φτούρισε.

»Αποφάσισα ν’ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο. Ξεκίνησα με κάποιες ομάδες -Θεατρική Συντεχνία, και δύο-τρία χρόνια μετά φτάσαμε με παραστάσεις σε φεστιβάλ ως τη Σουηδία, τη Γερμανία. Και κάπως άρχισα να δικτυώνομαι στο εξωτερικό.

»Η πρώτη κομβική, αν μπορώ να πω, παράσταση δεν ήταν στην Ελλάδα. Ήταν η “Μήδεια” που έκανα το 1980-’81 στο Οσλο. Είχα αρχίσει να γίνομαι γνωστός, δούλευα και στα κρατικά θέατρα, με θεωρούσαν μάλιστα οι κριτικοί της εποχής ως agent provocateur. Ολο αυτό μου άνοιξε κάποιες πόρτες στο εξωτερικό και παράλληλα άρχισα να αναπτύσσω, κάπως, ένα πιο προσωπικό ύφος.

»Εκείνη την εποχή οι καλές κριτικές και η αποδοχή ήταν η εξαίρεση στην Ελλάδα. Ο κανόνας ήταν η απόρριψη και η επίθεση, η επιθετική απόρριψη, όχι μόνο από έναν, αλλά από περισσότερους κριτικούς. Αυτό που με βοηθούσε να συνεχίσω, ήταν ότι στο εξωτερικό συνέβαινε ακριβώς το ανάποδο. Ο κανόνας ήταν η αποδοχή, η εξαίρεση ήταν η απόρριψη. Συνέχισα να δουλεύω και στο εξωτερικό μέχρι κάποια στιγμή που θέλησα να βάλω ένα τέλος, να τελειώσει το κεφάλαιο με τα κρατικά θέατρα κι εδώ κι έξω, να κλείσει αυτός ο κύκλος. Παρόλο που είχα την αναγνώριση, ένα κύρος σαν σκηνοθέτης, δεν ήλεγχα εγώ τα μέσα παραγωγής. Συχνά έπρεπε να κάνω έργα που δεν ήταν ακριβώς επιλογές μου. Ετσι αποφάσισα να κάνω το Αμόρε -σταμάτησα τα πάντα και αφιερώθηκα στο Αμόρε.

»Η βαθιά μου ανάγκη ήταν να αναγνωριστώ εδώ, στη χώρα μου, το οποίο αντανακλά και την αναγνώριση απ’τους γονείς -του πατέρα ιδιαίτερα, αλλά και την κοινωνική. Αυτό μ’ενδιέφερε. Ηθελα να αναγνωριστώ εδώ και να κάνω κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Η ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού ήρθε πολύ αργότερα.

»Ηθελα να κάνω ένα χώρο πιο ομαδικό, ανοιχτό, όπου να μπορούν να γίνονται πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Τότε όλοι οι χώροι, εκτός των κρατικών, ήταν προσωποπαγείς.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Το Αμόρε ήταν το πρώτο θέατρο που δεν ήταν απλώς θέατρο, έκανε και μουσική, κινηματογράφο, χορό, διαλέξεις, συζητήσεις, όλα. Και μάζεψε την αφρόκρεμα της εποχής. Είχε τη δική μου σφραγίδα, όχι όμως αποκλειστικά καλλιτεχνικά. Εγώ σκηνοθετούσα ένα-δύο έργα απ’τα δέκα που ανεβάζαμε κάθε σεζόν.

»Ναι, είχα και έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω γύρω μου, ότι δεν ακούω. Κι όμως ζουν άνθρωποι ανάμεσά μας, οι οποίοι δεν βλέπουν που οδηγούνται -όχι μόνο στην τέχνη, παντού, και κυρίως στη ζωή. Φυσικά και στην πολιτική. Απλώς στην πολιτική μεγεθύνεται το πράγμα και το βλέπουμε όλοι, είναι τόσο φανερά. Στην πολιτική και η αλαζονεία είναι μεγεθυμένη αλλά και η οίηση ότι “εγώ κάνω το σωστό”. Γιατί υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που λένε, “εγώ κάνω ό,τι θέλω”, όπως ο Τραμπ.

»Προσωπικά είχα πάντα μια απώθηση για τον κόσμο της πολιτικής. Παρ’όλα αυτά πιστεύω ότι αν είχα ασχοληθεί, θα είχα καταφέρει κάτι. Αλλά τόσο πολύ δεν ήθελα, τόσο πολύ με απέτρεπε, γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι μόνος μου -η πολιτική είναι κατεξοχήν τέχνη συνεργασίας.

»Δεν πιστεύω στις κομματικές συμπυκνώσεις της ιδεολογίας. Πιστεύω σε πρακτικές λύσεις και θα μπορούσα να τις κάνω. Και τα λέω αυτά τώρα για να ξορκίσω τον οποιοδήποτε που θα νομίσει ότι ξαφνικά την είδα κάπως -κάθε άλλο. Γι’αυτό και δεν μου συνέβη ποτέ αν και είχα πολλά πατήματα -από εδώ να πατήσω λίγο πιο πάνω κι ακόμα πιο πάνω και να βρεθώ εκεί που βρέθηκε, ας πούμε, η Λυδία Κονιόρδου. Απέφυγα συνειδητά αυτόν το δρόμο. Επίσης ξέρω ότι αν ασχοληθώ με κάτι θα το φέρω εις πέρας. Δεν έχω παρατήσει ποτέ τίποτα, ούτε καν σχέσεις, ανθρώπινες, ερωτικές, τις παλεύω.

»Τώρα έχει φτάσει το πράγμα σε κάτι απροχώρητο. Οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να συνεννοηθούν, κάνουν λάθη, χοντρά λάθη, επιβλαβή για τους συνανθρώπους τους. Ο κόσμος είναι γενικώς στα κάγκελα, τρελαμένος, έχει χαθεί το μέτρο. Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο κόσμος τώρα είναι στο παρά ένα, απ’όλες τις απόψεις. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει κανείς για να σώσει σήμερα αυτόν τον πλανήτη. Οπότε μ’αυτήν την έννοια είναι όλα χειρότερα. Ενα κουμπί να πατηθεί, τελειώσαμε, δεν χρειάζεται παραπάνω.

»Με την τέχνη έχουμε μια προσωρινή παρηγοριά, ξεχνιόμαστε λίγο, κάνουμε και τον κόσμο να ξεχαστεί. Αλλά μετά ο κόσμος θα βγει έξω απ’το θέατρο, απ’τον κινηματογράφο ή την γκαλερί, και θα ξαναβρεθεί στην πραγματικότητα, που είναι πλέον αβίωτη. Κι αυτό με το οποίο εγώ παλεύω τώρα είναι να μην αφήσω την πραγματικότητα να εισχωρήσει τόσο μέσα στη δουλειά που κάνω, να μην με καταλάβει την ώρα που δουλεύω, ώστε να την καταμαυρίσει. Αυτή είναι η κατεύθυνση στις παραστάσεις μου. Γιατί η προσωπική μου τάση είναι να τα βλέπω όλα μαύρα. Σαν άνθρωπος, πάντα είχα μια σκοτεινιά. Και τώρα με τους Οιδίποδες προσπαθώ να δω τι φως εκπέμπεται στο τέλος μιας τόσο σκοτεινής διαδρομής ζωής.

»Τι φως; Το φως που ο καθένας μας μπορεί να βρει. Εγώ δεν μπορώ να φωτίσω από μόνος μου ένα μήνυμα ή ένα τέλος. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να το αφήσω ανοιχτό για να βρει το φως ο θεατής. Αλλά μπορώ πολύ εύκολα να το κλείσω και να μείνει μόνο σκοτάδι.

»Το φως του Οιδίποδα είναι ότι στο τέλος υπάρχει μια ανάληψη. Εγκαταλείπει τα εγκόσμια και κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται -σαν να εξαϋλώθηκε, σαν να ξέφυγε απ’την γήινη υπόσταση, που τον ταλαιπώρησε τόσο πολύ, μ’ένα τρόπο θεϊκό. Κι αυτό είναι ζήτημα πίστης. Και επειδή όλα είναι ζήτημα πίστης, πρέπει να αναγκάσω τον εαυτό μου να πιστέψει, για να μπορέσω να το φανταστώ αυτό.

»Πράγματι στρέφομαι σε έργα σκοτεινά αλλά, ταυτόχρονα, ψάχνω το φως. Αυτό είναι, φαντάζομαι, που με σώζει για να μπορώ να συνεχίσω να δουλεύω. Γιατί με ό,τι έργο καταπιάνομαι, έχει αυτή τη διάσταση, κι αν δεν την έχει θα την ανακαλύψω.

»Ο Οιδίποδας έχει περάσει, ως ένα σημείο, μια ζωή ζηλευτή. Μετά κατρακυλάει -μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Κι έρχεται το τέλος, γι’αυτό και γράφτηκε ο Κολωνός, για να μπορέσει να ξεφύγει απ’τη γήινη υπόσταση που έχουν αυτά τα δυσάρεστα πράγματα που ζούμε κι εμείς. Σε μικρογραφία είμαστε όλοι μικροί Οιδίποδες. Εκείνος είναι έξω απ’το ανθρώπινο μέτρο, αλλά όλοι μας ζούμε πολύ δύσκολες καταστάσεις -δεν ξέρω κανέναν που δεν έζησε ή δεν θα ζήσει.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Υπάρχει ένα ρητό που αποδίδεται στον Κίρκεγκορ, και λέει ότι “τη ζωή τη ζούμε προς τα εμπρός, αλλά την καταλαβαίνουμε προς τα πίσω”. Αυτό το συνάντησα αφού είχα ξεκινήσει, μου δένει καλά και μου καθαρίζει κιόλας τα πράγματα. Στο τέλος της ζωής μας, σε οποιοδήποτε τέλος, και στα ενδιάμεσα τέλη, όταν έχουμε συνείδηση του τέλους, πάντα, κοιτάμε προς τα πίσω. Μπορεί να μην πιάνουμε όλες τις διαστάσεις, αλλά σίγουρα καταλαβαίνουμε καλύτερα απ’ό,τι όταν το ζούσαμε.

»Υποψιάζομαι ότι όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται κοντά σ’ένα βιολογικό τέλος, έχουν την ανάγκη να γυρίσουν προς τα πίσω το βλέμμα. Αυτό προσπαθώ ν’αναλύσω τώρα, σε μια δίωρη παράσταση. Αν δεν κοιτάξεις πίσω δεν μπορείς να κοιτάξεις μπροστά.

»Στη δουλειά μου αυτό που κυρίως μ’αρέσει και με κολακεύει -αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, είναι ότι κανείς δεν με θεωρεί αυτονόητο. Δεν ξέρει από πριν τι θα δει. Ξέρει ότι θα δει κάτι το οποίο έχει, ενδεχομένως, αιρετικά χαρακτηριστικά, αλλά θα έχει κάποιο ενδιαφέρον σίγουρα. Αυτό με χαροποιεί, με δικαιώνει, γιατί αυτό μ’ενδιέφερε πάντα. Θυμάμαι όταν ασχολήθηκα με τον Ορσον Ουελς, προ τριετίας, στην Πειραιώς, είχα “συναντηθεί” με μια προσωπικότητα που θεωρούσε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ότι, μέχρι την τελευταία στιγμή, πειραματιζόταν -δεν έφτασε ποτέ στο σημείο να πει “καταστάλαξα”. Είχε κάνει τα πάντα αυτός ο άνθρωπος. Βέβαια αυτό το χαοτικό δεν το έχω. Εχω όμως την ανάγκη κάθε φορά να βλέπω τα πράγματα απ’την αρχή.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Αυτό που από μέσα μου συνεχίζει να με κινητοποιεί είναι ότι έχω, ακόμα, να πω κάποια πράγματα. Και ναι, μπορεί να έχει κατακτηθεί η αποδοχή, αλλά τόσο όσο. Συνεχίζω να αισθάνομαι ότι αντιμετωπίζω και κάποια αμφισβήτηση -πάντα με κινητοποιεί. Δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω απέναντί μου ένα θέατρο γεμάτο να ουρλιάζει “μπράβο” κάθε βράδυ. Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου, όσο κι αν ακούγεται επηρμένο. Μ’ενδιαφέρει να έχω μια ισορροπημένη μίξη ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη γιατί αυτό σε πάει πάντα παρακάτω».

Ο Γιάννης Χουβαρδάς με τον «Οιδίποδα» στην Επίδαυρο

«Πρώτα με απασχόλησε ο “Οιδίπους Τύραννος”. Από παλιά είχα την ιδέα ν’ασχοληθώ μ’αυτό το έργο. Το να συζεύξω τα δύο έργα μου προέκυψε τώρα, ακριβώς επειδή ο “Κολωνός” είναι ένα έργο για το τέλος ενός ανθρώπου -κάθε ανθρώπου, το δικό μου, όλων.

»Αυτή είναι η βασική αφετηρία: Το τέλος, και το βιολογικό αλλά και το τέλος ενός πνευματικού δρόμου. Γιατί αυτός ο άνθρωπος υφίσταται όχι μόνο σωματικά βασανιστήρια, αλλά και πνευματικά, ίσως και πιο έντονα. Υπάρχει και η εξορία. Περιπλανιέται ως μίασμα. Τον συναντάμε πολλές δεκαετίες μετά, στον Κολωνό, επαίτη, αγύρτη, εξαθλιωμένο. Το μόνο που τον κρατάει ακόμα όρθιο είναι αυτός ο τελευταίος χρησμός, από μία σειρά χρησμών που τον έχουν καταστρέψει: Ότι, αν πάει στην Αθήνα, θα δικαιωθεί, θα εξιλεωθεί.

 O σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς μεταφράζει και σκηνοθετεί τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» σε μια ενιαία παράσταση, και μάλιστα ως ένα έργο.

»Πόση ευθύνη έχει ο Οιδίποδας; Πόση ευθύνη έχουμε εμείς για την ζωή μας; Αυτή είναι η κομβική ερώτηση με την οποία πρέπει κανείς ν’αναμετρηθεί όταν ανεβάζει το έργο. Λοιπόν ο Οιδίπους, παρόλο που μοιάζει σαν ένα πειραματόζωο στα χέρια των θεών, οι οποίοι είναι απόλυτα ανελέητοι μαζί του, προφανώς είναι στιγματισμένος πριν καν γεννηθεί. Δεν φταίει που γεννήθηκε, ενώ δεν έπρεπε, σύμφωνα με τον χρησμό. Δεν ευθύνεται γιατί ως βρέφος κάποιος που έπρεπε να τον πετάξει να πεθάνει, τον διέσωσε και τον έδωσε στα χέρια ενός βασιλιά που είχε ανάγκη από ένα παιδί και ο οποίος το μεγάλωσε. Από ένα σημείο και μετά υπάρχει αυτό το δισυπόστατο ότι, ναι, είναι μια σειρά από παγίδες και συμβάντα, τα οποία δεν φέρουν μεν τη δική του ευθύνη, αλλά απ’την άλλη, είναι τεράστιας απορίας άξιο πώς είναι δυνατόν να μην συνειδητοποίησε τι έκανε.

 Οι ηθοποιοί αναβιώνουν τον μύθο του Οιδίποδα από το τέλος προς την αρχή, ένα αντίστροφο ταξίδι στη μοίρα.

»Όπως όταν, παρακινημένος από κάποιον που του είπε ότι δεν είσαι γνήσιο τέκνο του πατέρα σου, πηγαίνει στους Δελφούς να μάθει. Οταν λοιπόν φεύγει από κει παίρνει ένα χρησμό μαζί του ότι “θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα παντρευτείς τη μητέρα σου”. Αλλά δεν παίρνει απάντηση ποιανού παιδί είναι. Λίγες ώρες μετά, σ’ένα σταυροδρόμι κάνει το φόνο του πατέρα του. Πες ότι εκείνη την ώρα ήταν σε απόλυτη σύγχυση, τον προκάλεσαν και δεν το συνειδητοποίησε. Μετά από λίγο καταλήγει στη Θήβα όπου εξουδετερώνει τη Σφίγγα απαντώντας στο αίνιγμά της, τον κάνουν βασιλιά τιμώντας τον με τη συζυγική κλίνη του πρώην βασιλιά. Πάλι δεν του περνάει απ’το μυαλό ότι η γυναίκα που παντρεύεται μπορεί να’χει σχέση με τον χρησμό που του δόθηκε. Και δεν ασχολείται με τίποτα απ’όλα αυτά, ως τη στιγμή που θα ενσκήψει λιμός και πανούκλα στη Θήβα, οπότε θα αναγκαστεί να ζητήσει πάλι χρησμό. Κι έτσι ξεκινά το νήμα των αποκαλύψεων.

 Σκηνές από τον «Οιδίποδα Τύραννο» ζωντανεύουν μέσα από τη σύγχρονη σκηνοθετική ματιά του Χουβαρδά.

»Αυτό λοιπόν μπορεί να το δει κανείς με δύο τρόπους -στην πραγματικότητα με έναν. Ο ένας τρόπος είναι να το δει πολύ σύγχρονα και να πει ότι ο άνθρωπος έθαψε στο υποσυνείδητό του αυτά που ήξερε ώστε να μην τα βρει μπροστά του. Και κάθε φορά έβλεπε και δεν έβλεπε, άκουγε και δεν άκουγε, έκανε και δεν έκανε. Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, σύγχρονος πάλι, αλλά πιο ήπιος. Κι εδώ δανείζομαι ένα ρητό που αποδίδεται στον Μαρξ, αλλά το μετασκευάζω κατά κάποιο τρόπο. Ο Μαρξ έχει πει ότι “η ανάγκη είναι τυφλή μέχρι να γίνει συνειδητή”. Κι εγώ βάζω στη θέση της λέξης ανάγκη, τη λέξη γνώση. Η γνώση λοιπόν είναι τυφλή μέχρι να γίνει συνειδητή. Αυτό συμβαίνει στον Οιδίποδα, ξέρει και δεν ξέρει, καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει.

»Αλλά ποιος του έδωσε αυτό το δικαίωμα; Οι θεοί και οι χρησμοί, αυτά είναι αλληλένδετα. Και όταν του δίνεται πια το καινούργιο αίνιγμα να λύσει -ποιος είναι το μίασμα στη Θήβα, ορκίζεται να το βρει. Κι όταν φτάνει στο σημείο ν’αρχίσει να υποπτεύεται ότι μπορεί να είναι αυτός, επιμένει να μάθει, γιατί έχει ανάγκη να μάθει ποιος είναι. Δεν είναι εύκολη απόφαση να υποψιάζεσαι ότι είσαι κάτι κακό και να θέλεις, παρόλα αυτά, να το ανακαλύψεις.

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Είναι πολύπλοκο έργο, πολυδιάστατο. Γι’αυτό λέω ότι υπάρχει και δεν υπάρχει ευθύνη. Στη ζωή μας, κάτι μας οδηγεί κάπου, αλλά ταυτόχρονα εμείς κάνουμε τα βήματα.

»Η παράσταση; Κατά 95% θα δούμε και θ’ακούσουμε Σοφοκλή. Στην ουσία είναι συνδέσεις κι ένας πρόλογος που, σε κάποιο βαθμό, είναι δικός μου, γιατί πρέπει να εξηγηθούν ορισμένα ζητήματα που θ’ακολουθήσουν. Πρέπει να βοηθήσουμε τη ματιά του θεατή να πέσει σ’ένα συγκεκριμένο τρόπο και δρόμο.

»Η ιστορία είναι απλή. Μια οικογένεια φτάνει σ’έναν τόπο ταφής για να θάψει τον γενάρχη της, τον Οιδίποδα. Κι εκείνος πρέπει να τα ξαναζήσει όλα απ’την αρχή για να μπορέσει να φτάσει στο τέλος. Και οι άνθρωποι του στενού του περιβάλλοντος τον βοηθούν να τα ξαναζήσει, παίζοντας τους άλλους ρόλους.

»Το μεγάλο βάρος το σηκώνει ο Νίκος Καραθάνος, ο Οιδίποδας. Παρότι έχουμε συναντηθεί λίγο στο παρελθόν, ανακαλύπτω έναν άνθρωπο βαθιά σκεπτόμενο, με ένα τρομακτικό σκηνικό ένστικτο. Είναι μια συνάντηση πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα. Στον θίασο είναι όλοι ένας κι ένας. Δίνουν συνέχεια το 100%, δεν είναι εύκολο.

»Είναι ριψοκίνδυνο το εγχείρημα να ενώσεις δύο έργα, γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές απ’τον ίδιο άνθρωπο, για πολύ διαφορετικούς λόγους. Το ένα είναι άγριο, γήινο, πρωτόγονο. Το άλλο πνευματικό. Δεν είναι ένα flash-back με αρχή, μέση, τέλος, που κινείται γραμμικά».

Γιάννης Χουβαρδάς/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Οιδίποδας» του Γιάννη Χουβαρδά. Παίζουν: Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Χατζόπουλος, Ορέστης Χαλκιάς, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιάννης Κότσιφας, Έκτορας Λυγίζος, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Θεόβη Στύλλου, Άγγελος Τριανταφύλλου.

Επίδαυρος 25-26/7