Γιάννης Τσιμιτσέλης: «Αν δεν είχα σταθερές σχέσεις, θα είχα διαλυθεί»

Γιάννης Τσιμιτσέλης: «Αν δεν είχα σταθερές σχέσεις, θα είχα διαλυθεί»

Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης προχωρά με σταθερά βήματα, επιλέγοντας κυρίως την κωμωδία, ενώ τα δείγματα που έχει δώσει στο δράμα, αφήνουν χώρο για να επανέλθει.

Γεννήθηκε στη Ζυρίχη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι, τα εφηβικά στην Πάτρα. Στην Αθήνα ήρθε για να σπουδάσει θέατρο. Και τα κατάφερε, πολύ γρήγορα και πολύ καλά στη σκηνή, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Εχει μια 12χρονη κόρη, την Εύα. Σήμερα κλείνει τα 44.

«Γεννήθηκα στη Ζυρίχη. Μετά τα πρώτα μου γενέθλια φύγαμε απ’την Ελβετία και ήρθαμε στην Ελλάδα. Οι γονείς μου χώρισαν. Εμεινα στα Ρέτσινα Μεσολογγίου μέχρι την Γ’Δημοτικού. Υστερα πήγα στην Πάτρα -εκεί τελείωσα το λύκειο. Μετά ήρθα στην Αθήνα.

»Στην Ελβετία έχω πάει μόνο ως επισκέπτης. Έχω πολλούς συγγενείς. Οι γονείς μου δούλευαν εκεί, μετανάστες. Ηταν οι εποχές που πήγαινε ένας απ’το χωριό και τραβούσε όλο το χωριό. Συνήθως πήγαιναν στο Βέλγιο ή στη Γερμανία. Σ’εμάς πήγε μια θεία μου στη Ζυρίχη -μια γυναίκα εκείνη την εποχή, και τράβηξε όλους τους συγγενείς στην Ελβετία. Εχω θείους, θείες, ξαδέρφια, ξαδέρφες…

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Οι περισσότερες παιδικές αναμνήσεις είναι απ’το χωριό, ειδικά του πατέρα μου, γιατί ήταν παραθαλάσσιο, Ρέτσινα Μεσολογγίου. Της μάνας μου ήταν σε βουνό, Κρυονέρι Μεσολογγίου. Οπότε συνδύαζα και τα δύο. Κάθε Σαββατοκύριακο ή κάθε δέκα πέντε πήγαινα στον πατέρα μου, ερχόταν και ο αδερφός μου συχνά. Ολα μου τα καλοκαίρια ήταν παραθαλάσσια, οπότε όλες μου οι εμπειρίες ήταν εκεί.

»Ωραίες αναμνήσεις, αθώα χρόνια χωρίς καμία ευθύνη, χωρίς να χρειάζεται να δουλέψεις, να κοιτάς το ρολόι ή να βάλεις ξυπνητήρι. Ανέμελα πράγματα που καλώς υπάρχουν μέχρι μια ηλικία, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις έτσι. Πέρασα ωραία παιδικά χρόνια.

»Η Πάτρα στην αρχή ήταν ένα σοκ για μένα γιατί ως τότε ήμουν σ’ένα σχολείο με δώδεκα παιδιά, όλο το δημοτικό. Κάναμε μάθημα όλοι μαζί -μονοθέσιο. Κι επειδή έζησα σε χωριό, ενώ είμαι 44 χρόνων είναι σαν να έζησα είκοσι-τριάντα χρόνια πιο πίσω. Είχαμε ξύλινα, ενιαία, θρανία, κάθε Παρασκευή περιμέναμε να δούμε slides ή μας έστελναν απ’το υπουργείο μήλα και τέτοια για να τρώμε και πολλές φορές μας φτιάχνανε τραχανά… Ηταν λίγο σκληροπυρηνικά αλλά εμένα μου φαινόταν φυσιολογικό γιατί αυτό ζούσα.

»Οταν λοιπόν ξαφνικά μπήκα σ’ένα τμήμα με 25 παιδιά, στην Πάτρα, ήταν λίγο παράξενο. Αλλά είμαι απ’τα άτομα που προσαρμόζονται εύκολα, οπότε προσαρμόστηκα.

»Με το θέατρο δεν είχα καμία σχέση. Όλα ξεκίνησαν επειδή ήθελα να κάνω κοπάνα απ’το σχολείο. Οταν ήμουν στη Β’ Γυμνασίου έμαθα ότι γίνεται οντισιόν για μια θεατρική παράσταση της Γ’ Γυμνασίου. Πήγα και μου δώσανε τον πρώτο ρόλο, τον πρωταγωνιστικό. Χάρηκα πάρα πολύ. Κάναμε πρόβες -κάπου έχω και το DVD κι όταν το βλέπω καταλαβαίνω ότι και η παράσταση κι εγώ ήμασταν χάλια… Αλλά ήταν γλυκό κι όλη η διαδικασία μ’άρεσε. Μετά το έθαψα λίγο στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Οταν ήρθε η ώρα να συμπληρώσουμε τα μηχανογραφικά για να δούμε τι θα κάνουμε στη ζωή μας, εγώ αποφάσισα να μη το συμπληρώσω καν και να πάω στην Αθήνα: Να γραφτώ σε μια δραματική σχολή, για να δω αν μπορώ ν’ασχοληθώ μ’αυτό.

»Οι γονείς μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα με το θέατρο. Υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Δεν ήμουν ιδιαίτερα άστατο παιδί -είχα κάνει βέβαια τις βλακείες μου, αλλά όχι κάτι για το οποίο δεν θα μπορούσαν να μ’εμπιστευτούν. Δεν τους είχα δημιουργήσει προβλήματα. Ενιωθαν μια ασφάλεια. Βέβαια, φαντάζομαι, ότι θα είχανε και μια φοβία, μια ανησυχία, γιατί για εκείνους ήταν κάτι το άγνωστο -όπως και για μένα.

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Εδωσα εξετάσεις την πρώτη χρονιά στο υπουργείο αλλά δεν πέρασα και καλώς δεν πέρασα, γιατί είχα διαβάσει τις τελευταίες μέρες. Αλλά και τη δεύτερη φορά, τις τελευταίες μέρες διάβασα, αλλά ήμουνα πολύ πιο έτοιμος γιατί είχα παρακολουθήσει ως ακροατής, ένα χρόνο, μια σχολή. Δεν έδωσα ποτέ απολυτήριες εξετάσεις γιατί τσακώθηκα κι έφυγα απ’την σχολή. Ταυτόχρονα όμως, στον πρώτο χρόνο της έκανα το “Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή” και έπαιζα στο “Περιμένοντας τον Γκοντό”, στο θέατρο.

»Πώς προέκυψαν; Για την σειρά είχα πάει σε κάστινγκ -πάρα πολλά παιδιά. Με πήρανε τότε για το “Δέκα λεπτά κήρυγμα” αλλά τελικά, μέσα σ’ένα βράδυ μου είπαν ότι σε θέλει ο Ρήγας στο “Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή”. Δεν ήξερα βέβαια ούτε ποιος είναι ο Αλέξανδρος Ρήγας ούτε τίποτα. Είπα μόνο “πείτε μου που πρέπει να πάω” και πήγα…

»Είχα τον Δημήτρη Πιατά καθηγητή στη Σχολή και ενώ είχε φωνάξει κάποια παιδιά για οντισιόν για τον “Γκοντό”, εμένα δεν με είχε φωνάξει. Τότε ήταν να πάω να τον δω στο “Λα Νόνα” που έπαιζε με τον Κωνσταντίνο Τζούμα. Αλλά επειδή δεν ήξερα που ήταν το θέατρο και επιπλέον μ’έστησε μια κοπέλα που θα πηγαίναμε μαζί, βρέθηκα στο θέατρο μια-μιάμιση ώρα πριν την παράσταση. Και ξαφνικά, όπως ήταν μαζεμένα πολλά παιδιά για την οντισιόν ανάμεσα και κάποιοι συμφοιτητές μου, βγαίνει ο Τζούμας και λέει “εσύ, εσύ και εσύ, αφήστε βιογραφικό, οι υπόλοιποι ευχαριστούμε πολύ”. Κι έτσι με κράτησαν για τον “Γκοντό”. Τρελό σχολείο για μένα γιατί έκανα και υποβολείο ταυτόχρονα -έκανα το παιδί που βγαίνει σε δύο σημεία του έργου, κάτι πολύ μικρό αλλά για μένα τεράστιο. Ημουν μόλις στον πρώτο χρόνο της σχολής, ταυτόχρονα είχα και σίριαλ.

»Εχω την εντύπωση ότι πρώτα έρχεται η τύχη, το να είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος, την κατάλληλη στιγμή, όχι ο καλύτερος, ο κατάλληλος. Από κει και πέρα, νομίζω ότι όλα γίνονται αλυσιδωτά και η μια δουλειά φέρνει την άλλη. Για μένα η μεγαλύτερη επιτυχία μου είναι ότι σπάνια έχω δουλέψει μια φορά με κάποιον -συνήθως δουλεύω και δύο και τρεις, ή ακόμα περισσότερες. Για να με θέλει κάποιος να ξαναδουλέψουμε παρέα σημαίνει ότι κάτι καλό βρίσκει σε εμένα. Είναι το υποκριτικό μου ταλέντο, η φάτσα μου, η συμπεριφορά μου, ένας συνδυασμός; Εμένα με ικανοποιεί, με κάνει να νιώθω ωραία.

»Τώρα που κάνω και μόνος μου παραγωγές, προτιμώ να έχω έναν “μέτριο” ηθοποιό, αλλά να είναι πολύ εργατικός, να τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί αυτό που κάνει, να ιδρώνει τη φανέλα, παρά να’χει ένα σούπερ-ντούπερ ταλέντο το οποίο θα σου βγάλει την πίστη και θα φέρει και πρόβλημα στο σύνολο. Γιατί για μένα το θέατρο, όπως η τηλεόραση και ο κινηματογράφος, δεν έχει να κάνει μ’ένα άτομο, αλλά καθαρά με μια ομάδα.

»Ο,τι δεν έχω στη ζωή μου το έχω στα επαγγελματικά μου. Στα επαγγελματικά μου είμαι οργανωτικός, έχω απίστευτη πειθαρχία, δύσκολα θα κουραστώ. Στη ζωή μου αν με βάλεις να περπατήσω 100 μέτρα θα σου πω “βαριέμαι”. Πώς γίνεται αυτό; Δεν ξέρω. Μάλλον για να ισορροπεί ολόκληρος ο οργανισμός. Εχουν υπάρξει χρονιές που έκανα ραδιόφωνο, θέατρο, σίριαλ και ταυτόχρονα εμφανιζόμουν στο “Shamon”, με τη Βασιλική Ανδρίτσου, επτά στα επτά δηλαδή, φουλ, και δεν καταλάβαινα τίποτα. Και υπάρχουν στιγμές που βαριέμαι να πάω στο σούπερ-μάρκετ.

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Γι’αυτό και μ’αρέσει το ψάρεμα, γιατί είναι το ακριβώς αντίθετο απ’τους ρυθμούς που ζούμε. Το έμαθα απ’τον πατέρα μου, από τότε που με θυμάμαι. Είναι το ασφαλές μέρος μου. Όταν μπαίνω στο μικρό σκαφάκι που έχω και πάω για ψάρεμα μ’ένα φιλαράκι, είναι για μένα το ιδανικό. Συχνά δεν ξέρεις πότε είσαι ευτυχισμένος στη ζωή. Εκεί είμαι σίγουρος ότι νιώθω ευτυχία, κάθε φορά.

»Σίγουρα περνάω καλύτερα με τη κωμωδία. Κι έχω την εντύπωση ότι ο ρυθμός μου είναι περισσότερο προς την κωμωδία παρά προς το δράμα. Πολλές φορές στο δράμα νιώθω να πνίγομαι -αλλά και στο δράμα πρέπει να υπάρχει μέσα η κωμωδία. Από κει και πέρα είναι και το τι σου προτείνουν. Στην Ελλάδα δύσκολα κάποιος σκηνοθέτης θα ρισκάρει. Θα βαδίσει εκεί που ξέρει και θα πει “θα πάρω τον Τσιμιτσέλη γιατί ξέρω, πάνω-κάτω, πως θα κάνει αυτό το ρόλο”. Το να πει ότι θα κάνω ριζοσπαστικές αλλαγές και θα βάλω τον Τσιμιτσέλη να κάνει κάτι κόντρα, για μένα θα είναι μεγάλη πρόκληση αλλά ταυτόχρονα για εκείνον μεγάλο ρίσκο.

»Αυτό το κάνεις συνήθως όταν έχεις κατακτήσει κάτι -εγώ δεν έχω κατακτήσει κάτι. Δεν είχα ποτέ το μαράζι να κάνω αυτό ή το άλλο, όπως δεν είχα ποτέ το μαράζι να πάω Επίδαυρο. Δεν σκέφτομαι ρόλους, έργα. Αφήνω τα πράγματα να μ’αιφνιδιάζουν. Με πάνε και τα πάω, μαζί. Το θέμα δεν είναι να τα παρακινήσω εγώ αλλά να μου προταθεί. Κάθε ηθοποιός δίνει το παρών με το να είναι άνεργος κάθε εξάμηνο -όποιος ενδιαφέρεται ξέρει ότι σε έξι μήνες αυτός που κάνει τώρα κωμωδία, θα είναι άνεργος… Αλλά επανέρχομαι σ’αυτό που έλεγα πριν: Ο καθένας θέλει να’χει και τη βολή του και την ασφάλεια του, οπότε θέλει να επενδύσει σε πράγματα που ξέρει ότι δεν θα ρισκάρει πολύ. Αν είμαστε καλά, χρόνια υπάρχουν και δόξα το Θεό αυτό είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να το κάνεις για πάρα πολλά χρόνια. Μακάρι να είμαι στο επάγγελμα, να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ, να δω τις δυνατότητές μου και τις δυνάμεις μου. Έτσι κι αλλιώς είναι πάρα πολύ χρήσιμη κάθε συνεργασία, κάθε παράσταση, κάθε μέρα που περνάει σ’αυτό το χώρο γιατί μαθαίνεις, μαθαίνεις συνέχεια.

»Ο μόνος τρόπος για να κάνω, αν θελήσω, κάτι διαφορετικό, είναι να το πράξω μόνος μου. Δεν μου έχει δημιουργηθεί ακόμα αυτή η ανάγκη. Η ανάγκη να κάνω ταινία μου δημιουργήθηκε γιατί έχω παίξει σε αρκετές και κατάλαβα ότι αυτή τη διαδικασία μπορώ να την διαχειριστώ. Νιώθω ότι κάτι μπορώ να προσφέρω σ’αυτό το χώρο και μ’αρέσει. Γι’αυτό και έκανα δύο παραγωγικά βήματα (σ.σ. οι ταινίες “Για πάντα”, “Κουραμπιέδες από χιόνι”) και ένα πρώτο σκηνοθετικό, (σ.σ. “Κουραμπιέδες”).

»Ο Περράκης με είδε στο “Οξυγόνο” και με πήρε στη “Λούφα και παραλλαγή”. Είναι αυτό που λέγαμε πριν -με είδε σ’ένα εντελώς διαφορετικό ρόλο και με σκέφτηκε, έχει αυτό το χάρισμα ο Νίκος. Είναι απ’τους τελευταίους κινηματογραφιστές που έχουμε στην Ελλάδα. Και του βγήκε σε καλό -πολύ ωραία δουλειά και εισπρακτική επιτυχία.

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Η δημοσιότητα δεν μ’ενόχλησε ποτέ γιατί όλο αυτό έγινε κλιμακωτά, σταδιακά. Δεν είναι ότι ξαφνικά έκανα κάτι και μ’αυτό το κάτι έγινε χαμός. Δουλειά τη δουλειά μ’έμαθε περισσότερος κόσμος… Θυμάμαι τον πρώτο καιρό, ντρεπόμουν πολύ όταν με αναγνώριζαν, ένιωθα άβολα. Από ένα σημείο και μετά έλεγα “μισή ντροπή δική τους, μισή δική μου”.

»Αν είμαι ωραίος; Χωρίς ναρκισσιστικές τάσεις και διαθέσεις, μπορώ να πω ότι αντικειμενικά έχω κάποια χαρακτηριστικά που είναι αρμονικά. OK. Είναι ένα διαβατήριο αυτό, αλλά το διαβατήριο θέλει θεώρηση. Οπότε η θεώρηση δεν γίνεται μόνο με την εξωτερική εμφάνιση αλλά με τη δουλειά, γιατί αν δεν δουλέψεις, δεν κρατάει για πολύ. Πρέπει κάτι να δείξεις. Συχνά, από ένα σημείο και μετά, η εμφάνιση είναι ίσως και βαρίδι, γιατί πρέπει ν’αποδείξεις παραπάνω πράγματα. Βέβαια τα θετικά που σου δίνει είναι ουσιαστικά, σου δημιουργεί ένα σκαλοπάτι. Αν όμως δεν αξιοποιήσεις κατάλληλα τις ευκαιρίες που σου δίνονται, αν δεν δουλέψεις δεν πάει να είσαι ο πιο όμορφος άντρας στον κόσμο…

»Οταν κινείσαι τόσες ώρες μέσα σ’αυτό τον χώρο, πολύ δύσκολα θα κάνεις σχέση με κάποιον εκτός. Γιατί δεν κατανοεί τα ωράρια, δεν κατανοεί τις σκηνές, τις ερωτικές σκηνές.

»Στην αρχή, σε μια σχέση που είχα, όταν ξεκίνησα να μαθαίνω τη δουλειά, εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει. Μεταξύ ηθοποιών δεν υπάρχει θέμα. Ούτε είναι κουραστικό να συζητάς ακόμα και στο σπίτι για πράγματα που σου συμβαίνουν στην παράσταση.

»Η κόρη μου τώρα θα πάει Γυμνάσιο. Φυσικά και έχω αγωνίες για εκείνη. Εδώ έχουν αλλάξει οι αγωνίες για μένα δεν θα’χουν αλλάξει για την κόρη μου… Είναι τόσο ραγδαίες οι εξελίξεις γύρω μας που αρχίζω σιγά-σιγά και γίνομαι σαν τους γονείς μου που λέγανε “εμείς παλιότερα είχαμε ασφάλεια, αφήναμε τις πόρτες ξεκλείδωτες”… Θυμάμαι ότι μικρός περπατούσα 3-4 χιλιόμετρα για να πάω στο σχολείο, μόνος μου. Τώρα δεν μπορείς. Ταυτόχρονα νιώθω ότι τα παιδιά είναι πιο έξυπνα απ’ότι ήμασταν εμείς, αλλά και πιο ευάλωτα. Εγώ στο χωριό έφευγα το καλοκαίρι το πρωί και γυρνούσα το βράδυ, γδαρμένος, ταλαιπωρημένος -ούτε καν μ’έψαχναν. Νιώθω ότι έχω μεγαλώσει στον αυτόματο. Τώρα δεν ξέρω για ποιο λόγο έχουμε τρομάξει τόσο πολύ, αλλά μεγαλώνουμε τα παιδιά λίγο σε μια φούσκα προστασίας μάλλον επειδή έχουμε εμείς κατάλοιπα. Είναι και η κοινωνία γενικά, η εγκληματικότητα αν και φαντάζομαι ότι και τότε γινόντουσαν πολλά εγκλήματα. Απλά τότε δεν υπήρχαν τα social, δεν υπήρχε τηλεόραση να μάθεις πράγματα, οπότε δεν τα μάθαινες. Αρα αν δεν το ξέρεις, νιώθεις σιγουριά και ασφάλεια.

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Ίσως έχουν χαλαρώσει λίγο τα ήθη. Δηλαδή το φιλότιμο, η τιμιότητα, κάποιες σταθερές που υπήρχαν τότε, ίσως εμπόδιζαν πολύ κόσμο απ’το να κάνει κακό σε κάποιον άλλον. Μπούλινγκ πάντα υπήρχε και θα υπάρχει -δυστυχώς.

»Η κόρη μου δεν έχει τώρα social… Από μικρή έχει μάθει τα social, το κινητό, το Ίντερνετ. Εμείς τα είχαμε για να ζωγραφίζουμε και να παίζουμε φιδάκι. Τα παιδιά τα ξέρουν πολύ καλύτερα από εμάς, και καλά κάνουν γιατί αυτή είναι η εξέλιξη. Οσο για τη βία προσπαθούμε να μην φτάνει τόσο πολύ στην Εύα. Φτάνει ως ένα σημείο που μπορεί να λειτουργήσει σαν μια επαγρύπνηση -ένας μικρός “φόβος”. Απ’την άλλη δεν μπορείς να δώσεις ελεύθερη πρόσβαση στα πάντα, γιατί είναι τόσο σκληρά που ούτε εμείς μπορούμε να τα διαχειριστούμε -πως να τα διαχειριστεί ένα παιδί και να τα καταλάβει.

»Η πατρότητα μου έδωσε ένα αίσθημα υπευθυνότητας. Και ήρθε για να μείνει -εγώ κάποια στιγμή θα φύγω και το παιδί μου πρέπει να μείνει εδώ, να είναι και να νιώθει καλά.

»Είμαι απ’τους ανθρώπους που όταν ξεκινάει μια σχέση, δεν την ξεκινάει για να τελειώσει. Και είμαι των σταθερών σχέσεων. Αν δεν είχα σταθερές, σχέσεις θα είχα διαλυθεί. Χρειάζομαι σταθερότητα. Γι’αυτό και οι φίλοι που έχω είναι χρόνια. Παρέες κάνω απ’την δουλειά αλλά η κολλητή-κολλητή παρέα μου είναι εκτός χώρου. Συναισθηματικά θέλω να έχω μια ασφάλεια στη ζωή μου. Είτε αυτό είναι προσωπική σχέση είτε φιλική. Γιατί έτσι κι αλλιώς όλο το άγχος και το στρες υπάρχει στη δουλειά και δεν θα’θελα να το έχω ταυτόχρονα και στη ζωή μου. Όχι, δεν είμαι ιδιαίτερα αγχώδης. Προσπαθώ, αλλά το άγχος πάντα υπάρχει. Απλώς δεν το αφήνω να με καταβάλει. Εχω άγχος πριν βγω στην παράσταση, σε κάθε νέο ξεκίνημα φυσικά, αγχώνομαι για το τι μπορεί να γίνει μετά. Σαφέστατα και έχω ακόμα την ανασφάλεια. Κατά τη διάρκεια μιας δουλειάς πρέπει να δεις τι θα κάνεις στην επόμενη. Όταν με ρωτάνε πως βίωσα κάποιες επιτυχίες -“Λούφα και Παραλλαγή”, “Μη μου λες αντίο”, “Πολυκατοικία”, “Κάτω παρτάλι”, λέω πως δεν τις βίωσα γιατί ταυτόχρονα σκεφτόμουν τι θα κάνω μετά, οπότε πάντα ήμουν στο τρέξιμο και δεν είχα χρόνο να κοιτάξω λίγο πίσω να δω τι γίνεται. Αυτό το επάγγελμα θέλει κίνηση, πολλή κίνηση.

»Για τον χειμώνα προς το παρόν δεν υπάρχει τίποτα -ίσως κάνω τηλεόραση. Θέατρο έχω αποφασίσει να μην κάνω, να’χω τα σαββατοκύριακα για μένα, για την μικρή, να μπορώ να προγραμματίσω κάτι για αργότερα.

»Τώρα, στα 44 μου θα’πρεπε να πέσει φωτιά να με κάψει αν έλεγα ότι δεν τα’χω καταφέρει. Όταν ξεκινούσα, αν μου’λεγες πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου στα 44 και τι συνεργασίες θα’χεις κάνει, ούτε τα μισά δεν θα σου’λεγα. Νομίζω ότι όλα έχουν πάει πάρα πολύ καλά, ελπίζω να συνεχίσουν και προσπαθώ γι’αυτό».

Γιάννης Τσιμιτσέλης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα»…

«Την παράσταση δεν την είχα δει παλιότερα, την είδα σε βίντεο. Ως τότε νόμιζα ότι κάποιος παίζει τον Ζαμπέτα. Εβλεπα όμως ότι πρωταγωνίστρια είναι η Βίκυ Σταυροπούλου και κάτι δεν μου πήγαινε καλά -έλεγα κάτι δεν έχω καταλάβει, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Τελικά όντως πρωταγωνιστής είναι ο Ζαμπέτας, απλά παίζει ο ίδιος -όχι ένας ηθοποιός.

»Επειδή είμαι και εγώ αρκετά λαϊκών καταβολών, χάρηκα πολύ που συνεργάστηκα με τον Γιώργο Ζαμπέτα σ’αυτή την παράσταση. Είναι πολύ σημαντική για μένα αυτή η γνωριμία.

»Η σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι είναι πάρα πολύ καλή. Γενικά μου αρέσει η μουσική. Αλλά τα ακούσματα μου από μικρή ηλικία και λόγω Στερεάς Ελλάδας και χωριού είναι πιο λαϊκά, στα όρια του παραδοσιακού -πανηγύρια και τέτοια. Ο πατέρας μου δεν ήταν και τόσο φαν της μουσικής ούτε η μάνα μου, οπότε ό,τι ανακάλυψα το ανακάλυψα μόνος μου, πήγαινα με τις χρονιές και τις δεκαετίες και στα ελληνικά και στα ξένα. Αλλά μ’αρέσουν κυρίως τα ελληνικά τραγούδια. Πάντα ήθελα να καταλαβαίνω τον στίχο.

 «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα»

»Τραγούδια του Ζαμπέτα άκουγα, κυρίως μέσω των ταινιών του χρυσού ελληνικού κινηματογράφου. Δεν ήξερα ότι έχει γράψει τόσα πολλά, τα έμαθα τώρα στην παράσταση. Δεν μ’αρέσει να τραγουδάω το κάνω για την δουλειά μου -είμαι σωστός φωνητικά. Θεωρώ ότι είναι διαφορετική έκθεση και πολύ μεγαλύτερη απ’την υποκριτική. Εγώ αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια έχοντας στα χέρια μου ένα θεατρικό κείμενο παρά μια παρτιτούρα».

Θέατρο Αλσος. Παραστάσεις Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο & Κυριακή (20.30)