Γιώργος Μαργαρίτης: «Εσφιγγα το χέρι του Τσιτσάνη κι έτρεμα»

Γιώργος Μαργαρίτης: «Δεν μπορεί κανείς να σου φράξει τον δρόμο αν νομίζεις ότι το’χεις»

Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι αυθεντικός σε όλα του: Στον τρόπο που μιλάει, στις αναμνήσεις του, στην πορεία του και πάνω από όλα στο τραγούδι. Γιατί τραγουδάει με την καρδιά του, με την αλήθεια του.

Γεννήθηκε στο Πετρωτό Τρικάλων και είχε την τύχη να γνωρίσει τον Τσιτσάνη -ήταν συντοπίτης του. Μένει στην Κηφισιά. Εχει έναν γιο και μια κόρη.

Το καλοκαίρι ξεκινά με μια μεγάλη συναυλία στον Λυκαβηττό. Κι έχει πολλά σχέδια για τη συνέχεια.

 Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

«Από επτά-οκτώ χρόνων, ήξερα ότι με το τραγούδι θα βγει ο καημός μου κάποια μέρα. Οι άνθρωποι γύρω μου, ο πατέρας μου, συγγενείς και φίλοι, όλοι το βλέπανε.

»Όταν γνώρισα τον Τσιτσάνη ήμουν πράγματι πολύ μικρός, γύρω στα 14. Πώς να τραγουδήσεις μπροστά στον μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη… Αλλά αυτό το ρεπερτόριο με κέρδισε, αυτές οι γενιές που γράψανε αυτά τα τραγούδια. Όταν ήρθαν τα τραγούδια και οι τραγουδιστές που τα τραγουδούσαν στο χωριό, στα Τρίκαλα, εκεί έμαθα τα ονόματά τους. Εκεί έμαθα τα ονόματα του Τσιτσάνη, του Παπαπαϊωάννου, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Βίρβου. Αυτά τα τραγούδια με κέρδισαν εμένα κι έλεγα στον πατέρα μου, “δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ τα γράμματα δεν τα θέλω, εγώ αυτό που θες εσύ δεν θα το κάνω”. Τι ήθελε; Ήθελε να μάθω μία τέχνη.

»Το ίδιο και ένας θείος μου στη Μεθώνη Θεσσαλονίκης. Με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και ακούω το θείο μου να φωνάζει στον μάστορα και να του λέει “κάνε μου τη χάρη, το πρωί θα έρθει ο ανιψιός μου, θα τον ντύσεις, θα του φορέσεις τη φόρμα και θα τον κάνεις σαν μαστοράκο”… Μόλις το άκουσα εγώ αυτό, την άλλη μέρα δεν πήγα στη δουλειά. Εκανα πως κοιμήθηκα. Γυρνάει το μεσημέρι στο σπίτι ο θείος και μας βλέπει εμένα και τον ξάδελφό μου, τον γιο του που έπαιζε και ωραίο ακορντεόν, να κοιμόμαστε. “Βρε τεντιμπόιδες”, μας λέει, “τι κάνετε; Κοιμάστε; Δεν πήγατε στη δουλειά;”. Εγώ άκουσα αυτή την κουβέντα και μου έμεινε από τότε. “Εσύ γιατί δεν πήγες;”, μου λέει. “Θείε, μήπως γίνεται να μου πάρεις μια κιθάρα;”. Με το που το ακούει αυτό ο θείος μου γυρνάει και μου λέει “Τέτοιος θέλεις να γίνεις; Γρήγορα στον πατέρα σου”. Κι έτσι την άλλη μέρα με έστειλε πίσω στον πατέρα μου.

  Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Κόντευε Πάσχα και το Πάσχα ερχόταν ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα να δει την οικογένειά του, τα παιδιά του. Το είχα μάθει εγώ πως θα έρθει και το λέω τότε στον πατέρα μου, ο οποίος είχε πια καταλάβει τι γίνεται με μένα. Και διοργανώνει μια παρέα στο καφενείο των αδελφών Τσιτσάνη και αρχίζουν να ψιλο-παίζουν και να τραγουδούν για να μπω και εγώ στο κλίμα.

»Εκεί βέβαια και ο μέγας Τσιτσάνης που άρχισε να παίζει τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” και όλα τα τραγούδια. Τότε, σε κάποιο ρεφρέν μπαίνω κι εγώ... Με ρωτάει ο Τσιτσάνης αν ξέρω γράμματα, του λέω ότι τελειώνω το δημοτικό. Και μου γράφει μια σύσταση και μου λέει ότι όταν μεγαλώσεις να έρθεις κάτω να με βρεις. Εσφιγγα το χέρι του Τσιτσάνη κι έτρεμα. Μου΄δωσε τη σύσταση απλόχερα.

»Αργότερα, όταν ήρθα στην Αθήνα, και πήγαινα στο μπαράκι των μουσικών που μαζευόμασταν, τους έλεγα με καμάρι “ότι εγώ τώρα ήμουν στο σπίτι του Τσιτσάνη κι έπινα και καφεδάκι από τα χέρια της κυρά Ζωής, της γυναίκας του”. Και μάλιστα τον είχα δει να κάνει πρόβες με έναν άλλο πολύ σπουδαίο μουσικό και τραγουδιστή τον Δημήτρη Ευσταθίου, μέρα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, ξυπόλητο!

»Στην Αθήνα ήρθα στα δέκα πέντε μου, με το λεωφορείο. Κατέβηκα στην οδό Ψαρών, στην πλατεία Καραϊσκάκη κι εκεί κοιμήθηκα το πρώτο βράδυ, μέσα στην πλατεία, που κοιμόντουσαν κι άλλοι πιτσιρικάδες. Θυμάμαι όταν είδα τα φώτα της Αθήνας, γιατί είχε φωτισμό η Αθήνα ενώ εμείς στο χωριό δεν είχαμε φώτα, απ’ τη χαρά μου δεν ήθελα ούτε να φάω.

»Το ΄71, εργαζόμουν σε ένα μαγαζί που τότε λεγόταν “Ariel”, έπειτα “9/8”. Παρ΄ότι δεν ήμουν γνωστός είχα δική μου ορχήστρα. Ελεγα τα καλύτερα λαϊκά τραγούδια της εποχής εκείνης. Κι όλος αυτός ο κόσμος που ήτανε μέσα περίμενε την ώρα που θα σκάσω μύτη στην πίστα για να χορέψουν. Ημουν εικοσιπεντάρης κι αυτοί πενηντάρηδες, σαραντάρηδες ή και εικοσάρηδες… Εκεί σκέφτηκα ότι ήρθε κι η δικιά μου η σειρά.

  Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Ολοι οι μεγάλοι τραγουδιστές δουλεύανε πολλά χρόνια πριν γίνουν κάποιοι, δεν έγιναν μπαμ-μπαμ. Αυτοί που έγιναν γρήγορα ήταν οι ελαφρολαϊκοί που τώρα θέλουν να τους λέμε έντεχνους. Εμάς μας λέγανε “σκύλους” -αντέξανε οι “σκύλοι” στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, τους αγάπησε ο κόσμος. Θέλει όμως πολλή δουλειά. Και όταν κάνεις δισκογραφία δική σου, εκεί σε θέλει πιο πολύ κοντά το λαϊκό τραγούδι, διαφορετικά θα φύγεις γρήγορα και θα πας για το σπιτάκι σου. Πρέπει να είσαι δίπλα στον κόσμο, δίπλα σ’αυτή τη δουλειά που αγαπάς και σ’αγαπάει.

»Από τότε και ως το 1980 είχα αρχίσει να τραγουδάω σε διάφορα τρίτο-δεύτερα μαγαζιά, σε ταβέρνες. Είχα και πολλές προτάσεις για να κάνω δίσκους, είχα και ακροάσεις. Ήταν νωρίς για να γραμμοφωνίσω. Επρεπε πρώτα να έχω χαρτζιλίκι στην τσέπη μου.

»Και έρχεται μια πρόταση να πάω να τραγουδήσω δίπλα στην Άννα Χρυσάφη, σε κάποιο μαγαζί στη Βάρη, καλοκαίρι του ’80. Ο επιχειρηματίας μου έκανε όλα τα χατίρια και στο μεροκάματο και που θα μπει το όνομα μου και τι ώρα θα βγαίνω και πόσα τραγούδια θα λέω, ό,τι θέλω. Εγώ έβγαινα σ’ένα πρόγραμμα λαϊκό κι έλεγα όλα τα τραγούδια τα σέρτικα.

  Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Η Άννα Χρυσάφη μόλις μ’άκουσε, μου είπε να πάω να βρω τον Ρεπάνη, τον Σούκα. “Σ’έναν χρόνο θα γίνεις φίρμα”, μου είπε.

»Μια ευκαιρία που μου δόθηκε σε ακρόαση στην Columbia ήταν όταν με άκουσαν ο Μάκης Μάτσας και ο Απόστολος Καλδάρας. “Γιώργο να μην χάνεσαι, γιατί μπορεί αυτή τη στιγμή να είναι στα πάνω του το ελαφρολαϊκό τραγούδι, αλλά οι καιροί γυρίζουν και τα πράγματα αλλάζουν. Να περνάς να μας βλέπεις”. Κι εγώ δεν πέρασα ποτέ.

»Και ανταμώνω δεύτερη φορά, το ’80, με τον Τάκη Σούκα, η πρώτη ήταν το ’76. Με ξέρανε πια κι άλλοι πολλοί, ο Ακης Πάνου, ο Ρεπάνης, ο Γαβαλάς -η πρώτη φωτογραφία που έχω είναι με τον Γαβαλά. Κι έτσι ξεκινήσαμε και κάναμε τον πρώτο δίσκο το ’81. Καπάκι μετά τον σεισμό μπήκαμε στούντιο και το Πάσχα κυκλοφόρησε. Σε τρεις μήνες μέσα με έψαχναν οι επιχειρηματίες…

»Με τον πρώτο δίσκο που έβγαλα τότε και γνώρισε το όνομά μου ο κόσμος αμέσως με αγκάλιασαν. Απλοί άνθρωποι πρώτα και μετά όλοι οι μεγάλοι της εποχής, γιατί εγώ είμαι ο πιο μικρός της μεγάλης εκείνης παρέας. Αμέσως πήρα τη χαρά. Δεν έχω κάτι άσχημο να θυμηθώ. Οσο για τις τρικλοποδιές υπάρχουν σ’όλες τις δουλειές. Αρκεί να’χεις στομάχι δυνατό και να’σαι τετρακοσάρης στο μυαλό, όχι διακοσάρης. Και να λες πάμε παρακάτω.

»Δεν μπορεί κανείς να σου φράξει τον δρόμο, αν νομίζεις ότι το’χεις. Αλλά χρειάζεται να σε θυμάται ο κόσμος. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολο να περάσεις μέσα απ’αυτό το σχολείο. Πρέπει να έχεις κότσια και να βαστάνε. Υπήρχαν πίσω πρωτομάστορες, συνθέτες δυνατοί. Αν δεν πέρναγες απ’αυτούς να εγκρίνουνε ότι πρέπει να τραγουδήσεις, δεν γινόταν. Αλλιώς σου έλεγαν “κάνε κάποια άλλη δουλειά”.

  Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Στο τραγούδι πρέπει να έχεις κάτι δικό σου, δικό σου χρώμα, δικό σου τρόπο, δικό σου μονοπάτι να περάσεις. Εγώ πέρασα μ’ένα τραγούδι που τέτοιο στυλ τραγουδούσαν όλοι οι μεγάλοι. Από που να αρχίσω από τον Στέλιο, τον Μπιθικώτση, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Ρεπάνη, τον Στράτο. Έσκασα με το “Δεν πρέπει, δεν πρέπει”. Αμέσως με έκαναν δικό τους άνθρωπο αυτά τα θηρία. Όλοι με αγάπησαν κι ήταν όλοι τους καλοί άνθρωποι και φυσικά ο Άκης Πάνου. Ξεχωριστή παρτίδα.

»Και τότε υπήρχαν παραγωγοί -οι μάνατζερ που τους λένε τώρα. Εγώ δεν είχα. Είχα τον συνθέτη και μου έδινε ό,τι καλύτερο είχε για μένα εκείνη την εποχή. Τρεις συνθέτες έζησα από κοντά -εκτός από τον Ακη Πάνου. Τον Σούκα, τον Νικολόπουλο, τον Ρεπάνη. Δεν ήταν μόνο υπέροχοι συνθέτες αλλά και καλοί μουσικοί. Ξέρανε να επιλέγουν τα τραγούδια, βάζανε και λίγο το χεράκι τους στον στίχο, όχι σε όλους, ανάλογα τον στιχουργό. Ηταν δύο φορές μουσικοί αυτοί, όχι μόνο έγραφαν τα τραγούδια αλλά ήταν και μεγάλα μαστόρια. Μπορέσανε και ξεφύγανε και κάνανε δικιά τους πορεία. Ο τραγουδιστής προβάλλει το τραγούδι αλλά και οι συνθέτες δίνουν ό,τι καλύτερο και δεν πρέπει να το ξεχνάνε αυτό οι τραγουδιστές.

»Η αγάπη του κόσμου είναι το πιο ωραίο φαγητό, το καλύτερο… Να σου πω κάτι; Ηθελε να μάθει ο Γρηγόρης ο Βαλτινός ο φίλος μου που άραγε να μένει ο Μαργαρίτης αλλά και εγώ ήθελα να μάθω που μένει ο Γρηγόρης… Με είχε ρωτήσει και του είχα πει ότι τον Μαργαρίτη δεν τον ρωτάνε που μένει… Κάποια στιγμή, δύο χρόνια μετά, με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει τελικά “που μένεις και που κοιμάσαι”… Και του λέω ότι τη μισή αγάπη αν πάρει κάποιος από την πατρίδα, από τους απλούς ανθρώπους που παίρνω εγώ, από όλους αυτούς που με αγαπάνε και με στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια τότε θα καταλάβεις τι εννοώ.

 Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Οι νεότερες γενιές πρέπει να δουλέψουν πολύ για να έρθει η καθιέρωση, αν έχουν τα κότσια. Και να κάνουν δικά τους πράγματα καλά. Κάποιοι θα μείνουν, έτσι θέλω να πιστεύω.

»Όταν τραγούδησα το “Δρόμοι του πουθενά”, ήρθε μια δεύτερη καριέρα για μένα. Και μετά από οκτώ χρόνια ήρθε ο Λαυρέντης και μου έγραψε μια τραγουδάρα, το “Πεθαίνω για σένα” που κοντράρει το “Κελί 33” και πάει για δυνατή καθιέρωση. Πιο μετά ακολούθησε “Το καλύτερο μπεγλέρι”».

Γιώργος Μαργαρίτης: Η συναυλία στον Λυκαβηττό

«Τη συναυλία στον Λυκαβηττό δεν την σκέφτηκα εγώ, την σκέφτηκαν οι συνεργάτες μου. Εκείνοι βρήκαν τους συναδέλφους που με αγαπάνε και θέλουν να έρθουν στη βραδιά αυτή. Και νομίζω ότι το πέτυχαν -είναι όλοι τους καλοί συνάδελφοι. Ο Θέμης Αδαμαντίδης, ο Ηλίας Βρεττός, η Χριστίνα Γαλιάτσου, η Νέλλη Γκίνη, ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης, ο Χρήστος Μενιδιάτης, η Μαριάννα Παπαμακαρίου, ο Δημήτρης Σταρόβας και η μεγάλη αγαπημένη μου Πίτσα Παπαδοπούλου. Την καλλιτεχνική επιμέλεια και την ενορχήστρωση έχει αναλάβει ο Νίκος Στρατηγός.

»Είναι η δεύτερη φορά που κάνω συναυλία στον Λυκαβηττό, είχα ξαναπάει πριν από είκοσι χρόνια. Είναι ένας χώρος που τιμά τους καλλιτέχνες και τους καλωσορίζει.

 Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

»Τα τραγούδια είναι επιλεγμένα, να ταιριάζουν στον χώρο, στο θέατρο. Αρκεί να πάρω ένα τραγούδι από κάθε δίσκο μου και η βραδιά βγαίνει εις διπλούν. Εχω και καινούργιο τραγούδι, “Χαρακτήρα δεν αλλάζω”. Κι είναι αλήθεια ότι σε πολλούς από τους στίχους των τραγουδιών μου είμαι εγώ… “Μιλάει η καρδιά” όπως λέει και ο τίτλος της συναυλίας ή καλύτερα ας μιλήσουν όλες οι καρδιές.

»Μετά τον Λυκαβηττό διοργανώνονται βραδιές, όπως κάθε χρόνο, και μέσα κι έξω από την Αθήνα. Το φθινόπωρο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πάω Αυστραλία και Αμερική.

»Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε εντατικές πρόβες. Με την ορχήστρα μου θα φέρουμε βόλτα την Ελλάδα. Αλλά όλα αυτά θέλουν πολλή δουλειά και δουλεύονται καθημερινά. Τον τελευταίο καιρό δεν με έχει δει ο καθρέφτης μου, δεν μπορώ να δω τον Μαργαρίτη, τρέχω συνέχεια…»

  Γιώργος Μαργαρίτης/Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης για το Bovary.gr

Η συναυλία του Γιώργου Μαργαρίτη «Ας μιλήσει η καρδιά» στο θέατρο Λυκαβηττού θα γίνει την Δευτέρα 16 Ιουνίου