Η Τόνια Σωτηροπούλου έχει μιλήσει στο Bovary.gr για τον πατέρα της και την οικογένειά της: «Μεγάλωσα στη Γλυφάδα σε μια πενταμελή οικογένεια, μεσαίας τάξης, από την οποία πήρα πάρα πολλή αγάπη. Ο μπαμπάς μου εργαζόταν ως γραφίστας, πριν συνταξιοδοτηθεί, και η μητέρα μου έχει κάνει διάφορες δουλειές. Τα δύο ετεροθαλή μου αδέρφια, με τα οποία έχω 23 και 16 χρόνια αντίστοιχα διαφορά, τα έχει μεγαλώσει η μαμά μου, οπότε ήμουν το μοναδικό κορίτσι στην οικογένεια.
Τα αδέρφια μου με μεγάλωσαν σαν αγόρι και εμένα αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Ότι είχε να κάνει με κοριτσίστικα παιχνίδια λίγο τα βαριόμουν -έπαιζα περισσότερο με αυτοκινητάκια, ωστόσο είχα και πάρα πολλές κούκλες. Μεταξύ μας, είχαμε μια άτυπη συμφωνία: με πήγαιναν στο γήπεδο, ήμουν αντίπαλος τους στο ποδοσφαιράκι, στα χρόνια μου είχαμε το ατάρι, αλλά με άφηναν να τους βάφω τα νύχια και να παίζουμε τσάι. Όπως έπαιζα τσάι με τον μπαμπά μου, τον οποίο κούρευα κιόλας. Η μητέρα μου του έλεγε «πας καλά γιατί την αφήνεις να σε κουρέψει είναι τεσσάρων ετών» και εκείνος απαντούσε «μαλλιά είναι θα μεγαλώσουν.
Ο πατέρας μου ήταν ελεύθερος επαγγελματίας και όταν ήμουν στην εφηβεία το επάγγελμα του ήταν στη δύση του σε σχέση με το πώς ήταν πριν - δούλευε με μακέτες, μεταξοτυπίες. Αυτό ενίοτε έφερε διάφορα προβλήματα οικογενειακής φύσεως γιατί στη πορεία η δουλειά του αντικαταστάθηκε από τα προγράμματα, ωστόσο επειδή ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία βγήκε στη σύνταξη.
Νιώθω πολύ τυχερή που έχω αυτούς τους γονείς, αγαπάω πολύ τα αδέρφια μου και μεγάλωσα σε ένα δημιουργικό περιβάλλον - με όλες τις παθογένειες που υπάρχουν άλλωστε σε κάθε οικογένεια. Οι γονείς μου έχουν πάρει πολύ χιούμορ, είναι δίπλα μου και δεν είναι υπέρ-προστατευτικοί ή καταπιεστικοί. Δεν προβάλλανε καθόλου τις δικές τους δυσκολίες σε μένα οπότε αυτό μου έδωσε τη δύναμη να κάνω τις επιλογές μου, τα λάθη μου και να φάω τα μούτρα μου».