Πωλίν Καρπίδας: Από γραμματέας σε θρυλική συλλέκτρια -Η γυναίκα που μετέτρεψε τη ζωή της σε έργο τέχνης

Πωλίν Καρπίδας: Από γραμματέας σε θρυλική συλλέκτρια -Η γυναίκα που μετέτρεψε τη ζωή της σε έργο τέχνης

Από γραμματέας σε grande dame των τεχνών, η Καρπίδας γράφει ιστορία με τη δημοπράτηση των πολύτιμων έργων τέχνης της

Αν και ο όρος “Cinderella story” φαντάζει χιλιοειπωμένος, στην περίπτωση της Πωλίν Καρπίδας, μοιάζει να έχει την πιο συναρπαστική εξέλιξη, περιγράφοντας μια ζωή βαθιά συνδεδεμένη με την έμπνευση, τη δημιουργία και την αναζήτηση των μεγάλων έργων της μοντέρνας τέχνης.

Με ταπεινές καταβολές, προερχόμενη από μια εργατική οικογένεια, η Pauline Parry, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, μεγάλωσε σε ένα μικρό δίπατο σπίτι στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Η επιληψία του πατέρα της δεν του επέτρεπε να εργαστεί, με τη μητέρα της να αναγκάζεται να γίνει καθαρίστρια για τα προς το ζην. Η ίδια ξεκίνησε να φοιτά στα δεκαπέντε σε μια σχολή γραμματέων. Το ανήσυχο πνεύμα της, όμως, σύντομα την οδήγησε σε μια μεταστροφή. Αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα του μόντελινγκ στα 19 της χρόνια, για να μετεγκατασταθεί, κατά τη δεκαετία του ’70, μόνιμα στην Αθήνα ανοίγοντας τη μπουτίκ “My Fair Lady” στο πολύβουο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά. Εκεί, η γνωριμία της με τον βιομήχανο Ντίνο Καρπίδα, άλλαξε για πάντα τη ζωή της, οδηγώντας σύντομα στον γάμο τους.

Ο ίδιος ο Καρπίδας ως έμπειρος συλλέκτης συνήθιζε να επενδύει σε καθιερωμένους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, με αδυναμία στους Ιμπρεσιονιστές όπως ο Μονέ και ο Ρενουάρ, ξεχωρίζοντας φυσικά και τον Πικάσο. Ήταν εκείνος που, κατά τα λεγόμενά της, “της άνοιξε τα μάτια στην ομορφιά των θαυμαστών πραγμάτων” και με τις εξωπραγματικές δυνατότητές του την ενθάρρυνε στο να κυνηγήσει τα αναδυόμενα αριστουργήματα. Όμως, ήταν μια άλλη συνάντηση αυτή που καθόρισε την πορεία της Πωλίν ως μιας αληθινής ευεργέτιδας των ανερχόμενων καλλιτεχνών στο βεληνεκές μιας Πέγκι Γκούγκενχαιμ.

Ήταν το 1973, σε ένα κοκτέιλ πάρτι, όπου και γνώρισε τον θρυλικό Αλέξανδρο Ιόλα. Τον επιδραστικό γκαλερίστα, ο οποίος σύστησε τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό στις ΗΠΑ και διαμόρφωσε έναν κύκλο νέων συλλεκτών, όπως της Ντομινίκ ντε Μενίλ, κληρονόμου της περιουσίας των εξοπλιστικών για την άντληση πετρελαίου Schlumberger και ιδρύτριας της ομώνυμης συλλογής στο Χιούστον. Ο ελληνοαμερικανός Ιόλας μέσα από ένα παγκόσμιο δίκτυο γκαλερί στη Ρώμη, στην Αθήνα, στο Μιλάνο, στη Γενεύη, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη είχε επινοήσει ένα διεθνές επιχειρηματικό μοντέλο που ακολούθησε και ο μετέπειτα διάσημος έμπορος τέχνης Λάρι Γκαγκοσιάν. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες είχε ανοικοδομήσει αξιοζήλευτες συλλογές, εδραιώνοντας τη φήμη σημαντικών καλλιτεχνών. Στις σταθερές συνεργασίες του συγκαταλέγονταν ονόματα, όπως του Μαξ Έρνστ, του Σαλβαντόρ Νταλί και του Ρενέ Μαγκρίτ ενώ σε εκείνον αποδόθηκε η ανακάλυψη του Βασιλιά της pop art, Άντι Γουόρχολ.

Η Καρπίδας έπρεπε να τον πείσει να βγει από τη σύνταξη. H πρώτη τους συζήτηση έγινε στο μνημειακών διαστάσεων σπίτι του. “Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου, μια αψιδωτή επιβλητική αίθουσα γεμάτη σπάνια έργα χωρίς να έχω ιδέα σε ποιους αποδίδονταν. Ο Μαξ Ερνστ, ο Τανγκί, ο Πικάσο, η Ντοροθέα Τάνινγκ, ο Μαν Ρέι, ο Ιβ Κλάιν, όλοι οι μεγάλοι, κι εγώ απλώς είπα ουαου!”, όπως έχει δηλώσει. “Αυτή ήταν η αρχή ενός σπουδαίου ταξιδιού με έναν σπουδαίο μέντορα», συνέχισε. “Εκείνος ήταν που μου τόνισε πρέπει να εκπαιδεύσεις το βλέμμα σου, να επισκεφθείς κάθε μουσείο σε κάθε πόλη, να διαβάσεις και να κατανοήσεις τον εικοστό αιώνα."

Ο Ιόλας δέχθηκε να γίνει μέντοράς της, θέτοντας δύο όρους προκειμένου να αποδεχθεί την καθοδήγησή της. Τη συνειδητή και διόλου ευκαταφρόνητη οικονομική της δέσμευση, με ένα υψηλό ποσό να τοποθετείται σε ειδικό λογαριασμό. Αλλά και κάτι πιο ουσιαστικό για τη μύησή της. Τη συναισθηματική και πνευματική της αφοσίωση: “Δεν είμαι έμπορος τέχνης απλώς για να πουλάω πίνακες,” είxε πει κάποτε ο Ιόλας στον ιστορικό τέχνης Μορίς Ρέιμς. “Οι συλλέκτες είναι φίλοι μου. Φίλοι που κάνω να ερωτευτούν αυτό που κάνω, αυτό που βλέπω.” Ο sui generis φιλότεχνος, άφησε κατά μέρος την επαγγελματική του απόσυρση, για να μυήσει την Καρπίδας, μαθαίνοντάς της το ουσιώδες. Το πώς να εξασκεί τη ματιά της, επιλέγοντας την τέχνη ενστικτωδώς για την πρωτογενή της αξία και όχι με κριτήρια οικονομικού κέρδους. Αυτός ακριβώς ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Καρπίδας προσέγγισε την έννοια του συλλέγειν. Με αφετηρία το αυθεντικό πάθος και μια προσωπική εμπλοκή με κάθε έργο.

Η μαθητεία της με τον Ιόλα της επέτρεψε να κατανοεί βαθιά την προέλευση ενός έργου, να στέκεται στο εικαστικό ιδίωμα μιας ολόκληρης καλλιτεχνικής γενιάς. Στις αρχές των ‘80s μέσα από τις υποδείξεις του, στράφηκε μεθοδικά προς τον Σουρεαλισμό, αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερη ευαισθησία και μια οξυμμένη ματιά ως προς τα έργα του. Άρχισε να παίρνει μέρος σε κομβικές δημοπρασίες των οίκων Sotheby's και Christie's, όπως εκείνη της συλλέκτριας Ελέν Αναβί, τη δημοπρασία του στούντιο του Μαγκρίτ και, αργότερα, τη δημοπρασία στο κτήμα του Άντι Γουόρχολ.

Και φυσικά δεν παρέλειψε την απόκτηση της συλλογής του Βρετανού ποιητή και πάτρονα Έντουαρντ Τζέιμς του 1981. Το “Monkton House” του στο Δυτικό Σάσεξ της Αγγλίας, ήταν η αφορμή, ώστε ο James να σχεδιάσει ένα σουρεαλιστικό ησυχαστήριο με τεράστια μπαμπού αντί για σωλήνες ύδρευσης, μεταξωτά πάνελ με ψευδαισθησιακά εφέ σε κάθε παράθυρο, ή κεντημένες τις υγρές πατημασιές της χορεύτριας συζύγου του, Τίλλι Λος στη μοκέτα της σκάλας. Τέτοιες λεπτομέρειες είναι που γοήτευαν την Καρπίδας, η οποία αντιλαμβανόταν την ιδιότητα του συλλέκτη ως τον θαυμαστό τρόπο κατασκευής ενός κόσμου προσωπικού στην ύψιστη δυνατή του μορφή.

“Ήταν στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή, ήξερε όμως και να διαλέγει το σωστό έργο”, κατά τον Όλιβερ Μπάρκερ, Πρόεδρο του Sotheby's Europe και προσωπικό σύμβουλο της Καρπίδας τα τελευταία χρόνια. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που επέλεξε τότε έχουν επανεκτιμηθεί, με το γόητρό τους να εκτινάσσεται στα ύψη, όμως όταν εκείνη τους ξεχώριζε δεν αποτελούσαν ακόμη κομμάτι των τάσεων. Δεν την απασχολούσε η συσσώρευση διάσημων ονομάτων, αλλά η επιλογή έργων τέχνης με τη δική τους ιδιότυπη και ονειρική εικονοποιία, αντικείμενα που να αμφισβητούν τις νόρμες και να αποπροσανατολίζουν με απρόσμενους τρόπους.

Η Καρπίδας έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της τέχνης της υψηλής κοινωνίας, φορώντας χαρακτηριστικά δημιουργίες υψηλής ραπτικής του Υβ Σεν Λωράν. Μαζί με τον σύζυγό της, φιλοξένησε στα καλέσματά της πλήθος από επιδραστικούς καλλιτέχνες, γκαλερίστες και διανοούμενους, μαζί με ευγενείς και κοσμικούς με αληθινό ενδιαφέρον για τη φιλανθρωπία. Έγινε έμπιστη φίλη του Άντι Γουόρχολ, ο οποίος της έκανε την τιμή να την απαθανατίσει στη χαρακτηριστική τετράπτυχη προσωπογραφία, όμοια με της Μέριλιν Μονρόε και της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Κι εκείνη δεν έχανε κανένα πάρτι του στο θρυλικό “The Factory”.

Η εικόνα της θηλυκής bon vivant, απέκρυπτε μια βαθύτερη διάνοια. Οι αρχές της εκπαίδευσής της από τον Ιόλα, ο οποίος πέθανε το 1987, δεν την εγκατέλειψαν ποτέ. Στο σπίτι της, μια πανύψηλη βιβλιοθήκη γεμάτη με τόμους για τη θεωρία της τέχνης και την ψυχολογία το μαρτυρούσε. “Έχει διαβάσει τα πάντα”, όπως λέει ο Μπάρκερ και “ως αποτέλεσμα της εμβάθυνσής της στη σουρεαλιστική και Γιουνγκιανή φιλοσοφία, η οποία ήταν πάντα ένα από τα μεγάλα της πάθη, προέκυψε αυτή η αλληλεπίδραση με το σύγχρονο. Πάντα είχε επίγνωση του πνεύματος της εποχής”.

Καθώς η δεκαετία του 1990 προχωρούσε, η Καρπίδας συνέχισε να εμβαθύνει στα μυστικά της τέχνης, επεκτείνοντας τις συλλογές της. Άρχισε να στηρίζει το κίνημα των YBA (Young British Artists) με ταλέντα, όπως ο Ντάμιεν Χιρστ, η Σάρα Λούκας, Ο Γκρέισον Πέρι και η Τρέισι Έμιν.

Κάθε οικία της ήταν ένα επιμελημένο περιβάλλον, που όφειλε να αντανακλά το με τι επιτηδεύεται, ανάγοντάς την έτσι σε ένα “gesamtkunstwerk”, ένα σωστό έργο τέχνης. Ένα αμάλγαμα τέχνης και design με έπιπλα και αντικείμενα κατά παραγγελία αντιπαραβάλλονταν με τα υπερμεγέθη ταμπλώ στους τοίχους. Για όλα αυτά προσέλαβε τους διακοσμητές εσωτερικών χώρων Ζακ Γκρανζ και Φράνσις Σουλτάνα, καθώς και τον γκαλερίστα Ντέιβιντ Γκιλ, καταλήγοντας σε χώρους γεμάτους χρώμα, εκλεπτυσμένο design και τα σημαντικότερα έργα της μεταπολεμικής περιόδου.

Το κύριο σπίτι της, ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα με θέα στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου, που αποκαλείται “The Lancasters”, παρομοιάστηκε με μια εναλλακτική “κοσμηματοθήκη”. “Πέρα από οποιαδήποτε μεγάλη μουσειακή συλλογή, δεν μπορώ να φανταστώ άλλο μέρος με τόση πληρότητα για να μελετήσει κανείς τόσα εμβληματικά έργα”, είχε σχολιάσει με θαυμασμό ο Πρόεδρος του Sotheby’s. Ο φημισμένος καλλιτέχνης και διακοσμητής Ματία Μπονέτι ανέλαβε τον σχεδιασμό του, μαζί με τους Γάλλους καλλιτέχνες André Dubreuil, François-Xavier και Claude Lalanne. Μάλιστα το ζεύγος των Lalanne θα επηρέαζε την Καρπίδας και ως προς τη φορέσιμη τέχνη, τροφοδοτώντας το γούστο της στη μόδα και ιδιαίτερα τα κοσμήματα.

Όμως, το ιστορικό σπίτι της στην Ύδρα, το αρχοντικό της οικογένειας Βουδούρη πάνω από το μονοπάτι που οδηγεί στην παραλία Καμίνι, είναι που μετατράπηκε σε εκκολαπτήριο έμπνευσης και ελεύθερης δημιουργίας. Η ίδια είχε δηλώσει στον Guardian πως ερωτεύτηκε το απόκρημνο νησί όταν το πρωτοεπισκέφθηκε στα ‘60s και έκτοτε επέστρεφε σε αυτό για να βουτά στο νερό από τους βράχους του. Ένα ακόμα δείγμα κοσμοπολιτισμού των αισθήσεων το σπίτι της κοσμούνταν από πίνακες της Μαρλέν Ντουμάς, φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν, κεραμικά του Γκρέισον Πέρι και γλυπτά των Ντάμιεν Χιρστ και Κίκι Σμιθ. Η συλλογή της χαρακτηριζόταν από τόλμη, φαντασμαγορία, ακόρεστη περιέργεια και μια ζωτική δύναμη που μεταφραζόταν σε μια αλάνθαστη επιμελητική στάση.

Παράλληλα, έχοντας προαγοράσει το 1996 ένα παλιό ναυπηγείο στο λιμάνι, το μετέτρεψε σε μια μικρή γκαλερί που ονόμασε “Hydra Workshop” και λειτουργούσε στον ημιώροφο. Σε συνεννόηση με τη φίλη της και Λονδρέζα έμπορο τέχνης Σάντι Κόουλς, αποφάσισε να φιλοξενεί κάθε Ιούλιο μια ετήσια έκθεση προσκαλώντας καλλιτέχνες, επιμελητές, συλλέκτες και συγγραφείς στο νησί για ένα ξέφρενο τριήμερο τέχνης και εορτασμών. Η επιγραφή του συνόψιζε τη μη σοβαροφανή προσέγγισή της: “Δεν απαιτούνται πολλά από εσάς παρά μόνο η αλληλεπίδρασή σας με την τέχνη και τους καλεσμένους, η ηλιοθεραπεία, λίγο κουτσομπολιό και κολύμπι”.

Οι διάσημοι καλεσμένοι του, όπως ο Τζεφ Κουνς αποτελούσαν το απόλυτο “who is who” της σύγχρονης τέχνης. Τα “πηγαδάκια των διεθνών καλλιτεχνών” έφταναν την Παρασκευή και έφευγαν με βαριά καρδιά, αποχωρίζοντάς το τη Δευτέρα. Η εναρκτήρια έκθεση του 1997 ονομάστηκε “The Package Holiday” με όλα τα περιζήτητα ονόματα της εποχής, ενώ μέχρι το 2017 ακολούθησαν και άλλες ατομικές εκθέσεις, με παρούσες τις Διευθύντριες της National Portrait Gallery του Λονδίνου και της Tate Gallery. Οποιοδήποτε από τα έργα που είχε συλλέξει ανά τα χρόνια, δεν κοσμούσε τα δύο αγαπημένα σπίτια της, ταξίδευε στο Ντάλας του Τέξας με προορισμό το ίδρυμα “Karpidas Family Foundation”.

Δεκαετίες αποκτημάτων, παγίωσαν την ξεχωριστή πολιτιστική της φιλανθρωπία. Τώρα η Καρπίδας διανύει μια συνειδητή περίοδο της επόμενης μέρας για τα έργα της. Το 2023 πούλησε τη συλλογή της Ύδρας με τον οίκο Sotheby’s στο Παρίσι, κατακτώντας το ποσό των 35.6 εκατομμυρίων ευρώ.

Η δημοπρασία-ορόσημο για το έργο ζωής της ολοκληρώθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, με έργα όπως η εκδοχή του Γουόρχολ για την Κραυγή του Έντβαρτ Μουνκ και το “La Statue volante,” του Μαγκρίτ ανάμεσα στα 250 του καταλόγου. Η τελική διεκδίκηση πέτυχε το “white glove”, με όλα τα έργα να έχουν πωληθεί, καταλήγοντας σε ένα ακόμα αστρονομικό ποσό, αυτό των εκατό εκατομμυρίων δολαρίων.

Αν και τόσο στενά διασυνδεδεμένη με τους ισχυρούς και σημαντικούς, η Καρπίδας κράτησε κάτι από την εργασιακή ηθική των νεανικών χρόνων, διατηρώντας ένα χαμηλό προφίλ και αποφεύγοντας την υπερβολική προβολή και τις συνεντεύξεις στον Τύπο.

Κι όμως για όσους έχουν την τύχη να την γνωρίζουν είναι αβίαστα μια σοφιστικέ ηγερία. “Είναι μια ντίβα, με την πιο θετική έννοια του όρου. Είναι ακόμα ένα μυστήριο για μένα, παρότι τη γνωρίζω για τόσο καιρό”, κατά τον Ελβετό καλλιτέχνη Urs Fischer που την παρομοίασε με μια υπερβατική θεότητα της τέχνης, μια μυστικιστική Σφίγγα. Ο Fischer που τη γνώρισε στα μέσα των ‘00s στην Ύδρα συνήθιζε να τη βλέπει να καταφτάνει με φανταχτερά καπέλα, ένα τσιγάρο στο χέρι, έχοντας την τάση να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες και να αφήνει πολυσέλιδα ιδιόχειρα γράμματα προς τους φίλους της. “Όταν τη θυμάμαι είναι πάντα στο επίκεντρο ενός χώρου, δεν είναι το άτομο που θα κρυφτεί στην περιφέρεια”, θυμάται. Η Καρπίδας ανήκει σε αυτή τη γενιά των μεγάλων Κυριών της Τέχνης, μιας άλλης εποχής, με τον δικό της δορυφόρο από καλλιτέχνες, σχεδιαστές μόδας και designers να την περιστοιχίζει. Ίσως η τελευταία σε ένα είδος υπό εξαφάνιση που εξέπεμπε class.

Στα 82 της πλέον χρόνια, η μεγάλη συλλέκτρια διαμένει στις ΗΠΑ, όπου ζει και ο γιος της, Πάνος. Αν και φειδωλή στις δημόσεις δηλώσεις της, η Καρπίδας αποκάλυψε το κίνητρο πίσω από την απόφασή να πουλήσει την εξαιρετική και με κόπο συγκεντρωμένη συλλογή της. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό της ως μια “προσωρινή θεματοφύλακα” των έργων τέχνης της: “Νιώθω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για τα έργα που απαρτίζουν το σπίτι μου στο Λονδίνο να βρουν την επόμενη γενιά των κηδεμόνων τους», όπως δήλωσε στον Sotheby's. “Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το τέλος, καθώς θα συνεχίσω να ζω ανάμεσα στην τέχνη, να διαβάζω βιβλία, να συλλέγω νέα έργα και να υποστηρίζω καλλιτέχνες, όπως κάνω τόσα χρόνια τώρα”.