Γιατί κάποιοι ενοχλούνται από την ακαταστασία

Τι σημαίνει αν σε ενοχλεί περισσότερο η ακαταστασία από ό,τι τους άλλους, σύμφωνα με την Ψυχολογία

Η ακαταστασία δεν επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο και για ορισμένους μπορεί να γίνει πηγή έντονης ενόχλησης ή άγχους. Η κατανόηση των μηχανισμών πίσω από αυτή την αντίδραση, με σύμβουλο την Ψυχολογία, βοηθά να δούμε πότε πρόκειται για απλή προτίμηση και πότε για κάτι βαθύτερο.

Το πώς βιώνει κανείς έναν ακατάστατο χώρο έχει άμεση σχέση με ψυχολογικούς παράγοντες που ξεπερνούν κατά πολύ την αισθητική. Ο γενικός ψυχολόγος υγείας Λουίς Γκιγιέν Πλάθα εξηγεί στο ισπανικό Hola ότι η ανοχή στο χάος επηρεάζεται από στοιχεία όπως η ψυχολογική ευελιξία, η ευαισθησία στην υπερδιέγερση αλλά και συνήθειες που έχουν διαμορφωθεί από την παιδική ηλικία.

Ορισμένοι άνθρωποι έχουν μάθει πως η αταξία σημαίνει έλλειψη προσπάθειας και αισθάνονται σχεδόν υποχρεωμένοι να τακτοποιούν, ενώ άλλοι βιώνουν ακόμη και άγχος όταν ο χώρος τους δείχνει ανεξέλεγκτος.

Τι σημαίνει αν δεν αντέχεις την ακαταστασία

Όπως επισημαίνει ο ειδικός, για κάποιους η ακαταστασία εκλαμβάνεται ως σημάδι έλλειψης πόρων ή σταθερότητας, κάτι που μπορεί να πυροδοτήσει έντονη εσωτερική αναστάτωση.

Η ακαταστασία επηρεάζει τους ανθρώπους σε διαφορετικούς βαθμούς/ Φωτογραφία: Shutterstock

Κεντρικό ρόλο παίζει και η ανάγκη για έλεγχο. Όταν το περιβάλλον είναι οργανωμένο, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ασφάλεια και συναισθηματική σταθερότητα, ενώ η ακαταστασία ενεργοποιεί μηχανισμούς άγχους και εγρήγορσης. Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα εκτός θέσης ως «εκκρεμότητες» που απαιτούν δράση, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ανησυχία, δυσκολία συγκέντρωσης ή ακόμη και υπερεπαγρύπνηση.

Σε περιόδους κούρασης ή υψηλού στρες η αντίδραση αυτή γίνεται εντονότερη, κάτι που, σύμφωνα με τον Γκιγιέν, μπορεί να επιβαρύνει σημαντικά την καθημερινότητα.

Η σχέση ανάμεσα στην τελειομανία και στη δυσφορία απέναντι στην αταξία είναι επίσης ισχυρή. Ο ειδικός τονίζει ότι όσοι θέτουν εξαιρετικά υψηλά πρότυπα και έχουν χαμηλή ανοχή στο λάθος συχνά αντιλαμβάνονται την ακαταστασία ως προσωπική αποτυχία. Αυτό οδηγεί σε αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό και στους άλλους, ενώ η τακτοποίηση λειτουργεί σαν απόδειξη ικανότητας και αξίας. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια επίμονη ανάγκη που δύσκολα περιορίζεται.

Η τάση για διαρκή τάξη δεν αποτελεί πρόβλημα από μόνη της. Ωστόσο μετατρέπεται σε δυσλειτουργία όταν η ανησυχία διαρκεί, παρεμβαίνει στην εργασία, στις σχέσεις ή στην απόλαυση της καθημερινότητας, όταν η τακτοποίηση γίνεται ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει κάποιος ή όταν η διαδικασία φτάνει στο σημείο να επιβαρύνει τη σωματική ή ψυχική υγεία. Σύμφωνα με τον Γκιγιέν, η ακαταστασία μπορεί να ενισχύσει την ευερεθιστότητα και την αίσθηση εξάντλησης σε άτομα ήδη επιβαρυμένα από στρες, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο πίεσης.

Οι συνέπειες ενός ακατάστατου περιβάλλοντος δεν περιορίζονται στη διάθεση. Η οπτική ακαταστασία λειτουργεί σαν γνωστικός θόρυβος που δυσκολεύει τη συγκέντρωση. Κάθε αντικείμενο εκτός θέσης θυμίζει μια ακόμη υποχρέωση και αυξάνει το αίσθημα νοητικού φόρτου. Ο ειδικός σημειώνει ότι για ευαίσθητα άτομα το αποτέλεσμα είναι συχνά μια διαρκής υπερένταση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η ακαταστασία δεν σημαίνει ότι προκαλεί διαταραχή, όμως μπορεί να επιδεινώσει την ευεξία, ειδικά σε περιόδους κούρασης ή υψηλού στρες».

Όταν η ενόχληση ξεπερνά το συνηθισμένο, μπορεί να προσεγγίζει χαρακτηριστικά Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής. Η διαφορά έγκειται στο αν η αταξία προκαλεί παροδική δυσφορία ή αν συνοδεύεται από παρείσακτες σκέψεις, ακατανίκητη ανάγκη για τακτοποίηση και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που καταναλώνουν χρόνο και διαταράσσουν την καθημερινότητα.

Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο προτιμά έναν οργανωμένο χώρο αλλά μπορεί να ανεχτεί προσωρινή ακαταστασία χωρίς καταστροφικές σκέψεις ή έντονο άγχος. Στη δεύτερη, η τακτοποίηση γίνεται υποχρεωτική, χρονοβόρα και βαθιά αγχογόνα.

Για όσους θέλουν να συμβιώσουν με ένα λογικό επίπεδο αταξίας χωρίς να επιβαρύνεται η διάθεσή τους, ο Γκιγιέν προτείνει πρακτικές στρατηγικές. Η αποδοχή ενός λειτουργικού βαθμού ακαταστασίας μειώνει την αίσθηση απειλής. Η μείωση των αντικειμένων περιορίζει την υπερδιέγερση και απλοποιεί τη φροντίδα του χώρου. Η δημιουργία ζωνών απόλυτης τάξης και ζωνών μεγαλύτερης ευελιξίας βοηθά στη διατήρηση ισορροπίας.

Μικρές καθημερινές ρουτίνες αντί για εξαντλητικά τρίωρα καθαριότητας καθιστούν τη διαδικασία πιο βιώσιμη. Τέλος, η αντιμετώπιση του υποκείμενου άγχους, με τεχνικές όπως η διαφραγματική αναπνοή, η ενσυνειδητότητα ή η ψυχοθεραπεία, μπορεί να μειώσει την ανάγκη για απόλυτο έλεγχο και να ανακουφίσει το άτομο. Αν η τακτοποίηση μετατραπεί σε συναισθηματικό βάρος, η επαγγελματική βοήθεια προσφέρει τον κατάλληλο χώρο για να διερευνηθεί η πραγματική ρίζα της δυσφορίας.