Βρισκόμαστε στις Η.Π.Α στη δεκαετία του 1950. Ο Dizzy Gillespie και ο Miles Davis έχουν ήδη ξεκινήσει τα θαύματα με μια τρομπέτα, ο Thelonious Monk παίζει Duke Ellington, η μεταποίηση και η κατασκευή σπιτιών βρίσκεται σε μεταπολεμικό οργασμό και ο Χάμπερτ Χάμπερτ γίνεται πατριός της Ντολόρες Χέιζ.
Την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, ένας ερευνητής από το Harvard που τώρα εργάζεται στο Johns Hopkins κάνει φρικτά πειράματα σε αρουραίους. Για την ακρίβεια παίρνει αρουραίους και τους βάζει μέσα σε μία δεξαμενή με περιδινούμενο νερό μελετώντας πόση ώρα θα κολυμπήσουν μέχρι να παραιτηθούν. Η πρώτη ομάδα αρουραίων αντέχει κατά μέσο όρο δεκαπέντε λεπτά πριν παραιτηθεί και αφεθεί στο έλεος της μοίρας της. Παρεπιμπτόντως, η συγκεκριμενη μοίρα δε λέγεται Κλωθώ, Λάχεσις ή Άτροπος, αλλά Curt Richter και είναι ερευνητής βιολόγος και γενετιστής. Η δεύτερη ομάδα αρουραίων είναι λίγο πιο τυχερή. Ο Richter τους βάζει στη δεξαμενή, και λίγο πριν πνιγούν τους σώζει, τους στεγνώνει, τους αφήνει να ξεκουραστούν τόσο-όσο και κατόπιν τους ξαναπετά μέσα.
Αν θες να αντέξεις περισσότερο πρέπει να μπορείς να δεις ένα καλύτερο μέλλον
Ωραίος τύπος, ξέρω, αλλά αυτός ο τύπος ανακάλυψε κάτι εκπληκτικό… Oι αρουραίοι της δεύτερης ομάδας που είχαν σωθεί, ήταν σε θέση να αντέξουν πολύ περισσότερο τη δεύτερη φορά προτού παραιτηθούν. Ποσό περισσότερο; Ε, αρκετά περισσότερο. Πόσο; Εξήντα ώρες! Δεν είναι τυπογραφικό, σωστά διαβάσατε. Εξήντα ώρες. Την πρώτη φορά “άντεξαν” για δεκαπέντε λεπτά και τη δεύτερη, οι ίδιοι αρουραίοι, αύξησαν την αντοχή τους διακόσιες σαράντα φορές και πήγαν στις εξήντα ώρες. Τουλάχιστον εντυπωσιακό έτσι; Τι ακριβώς συνέβη όμως; Ποια η διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης φοράς;