Superman

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο νέος Superman καταφτάνει με ένα reboot που αναδεικνύει την ουσία της καλοσύνης

Αυτή την εβδομάδα, ο νέος Superman διά χειρός του Τζέιμς Γκαν μάς συστήνει τον Ντέιβιντ Κόρενσγουετ, ο Ταμάρ Ραχίμ υποδύεται τον θρυλικό Σαρλ Αζναβούρ, καρχαρίες και serial killers συναντιούνται στα «Επικίνδυνα πλάσματα», οι «Μπαλκονάτες» της Νοεμί Μερλάν αναστατώνουν τη Μασσαλία, ενώ ένα ερωτικό τρίγωνο στη μεταπολεμική Αμερική ανατρέπει τη ζωή μιας οικογένειας.

Superman

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γκαν

Παίζουν: Ντέιβιντ Κόρενσγουετ ,Ρέιτσελ Μπρόσναχαν, Νίκολας Χουλτ, Εντι Γκάθεγκι, Νέιθαν Φίλιον, Ισαμπέλα Μερσέντ, Μαρία Γκαμπριέλα ντε Φαρία, Γουέντελ Πιρς

Περίληψη: O Κλαρκ Κεντ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην καταγωγή και την ανθρώπινη ανατροφή του σε έναν κόσμο που πλέον αμφισβητεί τις αξίες της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ελπίδας. Αντιμέτωπος με τον επικίνδυνο Λεξ Λούθορ και μια νέα γενιά υπερηρώων, ο Superman καλείται όχι μόνο να σώσει τον κόσμο, αλλά και να δείξει πως η καλοσύνη έχει ακόμη σημασία.

Το reboot του εμβληματικού υπερ-ήρωα.

Ο Τζέιμς Γκαν, η ισχυρή μεταγραφή της DC από τη Marvel, θέλει να δώσει πνοή στον ατσάλινο ήρωα, περιγράφοντας τα πρώτα χρόνια της δράσης του. Κι ενώ ο Κλαρκ Κεντ διατηρεί κρυφή σχέση με τη συνάδερφό του Λόις και παίρνει συνέντευξεις από τον ίδιο του τον εαυτό, η Μποράβια- κατά βάση ο σατανικός της Πρόεδρος με τη ρωσική προφορά- θέλει να εισβάλει σε ένα γειτονικό κράτος και να το απελευθερώσει (οι συνειρμοί με την Ρωσία του Πούτιν και την Ουκρανία είναι παραπάνω από εμφανείς), με τον Σούπερμαν να αγωνίζεται να σώσει τους αμάχους. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του και την καταγωγή του, αφού ένα μήνυμα από τους Κρυπτονιανούς γονείς του έρχεται στο φως, παρουσιάζοντάς τον ως έναν δυνάμει τύραννο. Η κοινή γνώμη στρέφεται εναντίον του, την ώρα που ο επιχειρηματίας Λεξ Λούθορ, ως άλλος Έλον Μασκ, παλεύει με νύχια και με δόντια να τον σταματήσει, στέλνοντάς τον σε ένα μικροσύμπαν από το οποίο κανείς δεν μπορεί να βγει.

Ο Γκαν («Οι Φύλακες του Γαλαξία») εμπνέεται από το κόμικς «All-Star Superman» και  επιλέγει τον ανερχόμενο  Ντέιβιντ Κόρενσγουετ για τον ρόλο του υπερήρωα, που με το μειλίχιο βλέμμα του και την ευγενική μορφή του, υπερασπίζεται την καλοσύνη ως υπέρτατη αξία σε αυτό το reboot, που στρέφεται  περισσότερο στην κομίστικη καταγωγή του παρά  στη σκοτεινιά προηγούμενων ταινιών. Το σενάριο μπολιάζεται με χιούμορ και μια αξιαγάπητη τετράποδη προσθήκη, τον υπερκινητικό Κρύπτο που κερδίζει τη συμπάθεια, αλλά  και με μια πληθώρα χαρακτήρων από το σύμπαν της DC (η Justice Gang σε απαρτία), που από ένα σημείο και μετά λειτουργούν αποπροσανατολιστικά από την κεντρική ιστορία.

Κατά τα άλλα, ο Γκαν φροντίζει τις σκηνές της δράσης, που αν και δεν προσφέρουν κάτι καινούργιο, έχουν γρήγορο ρυθμό  και την απαραίτητη φασαρία (γι' αυτό καλό είναι να μη δείτε την ταινία σε ΙΜΑΧ, αν θέλετε να προφυλάξετε τα αυτιά σας), ενισχύει την ανθρώπινη πλευρά του υπερήρωα και την ερωτική του ιστορία του με τη Λόις, κριτικάρει τον ρόλο των ΜΜΕ και τον τρόπο που χειραγωγούν την κοινή γνώμη, χωρίς να μπαίνει όμως σε βαθιά νερά, επιμένοντας σταθερά στο κόνσεπτ ότι «η αγάπη θα σώσει τον κόσμο», χαρίζοντας δυο ώρες  απενοχοποιημένης διασκέδασης.

Ο Κύριος Αζναβούρ (Monsieur Aznavour)

Σκηνοθεσία: Μεχντί Ιντίρ και Γκραν Κορπς Μαλάντ

Παίζουν: Ταχάρ Ραχίμ, Μπαστιέν Μπουιγιόν, Μαρί-Ζουλί Μπο, Καμίλ Μουταουακίλ

Περίληψη: Από τη φτωχή του παιδική ηλικία μέχρι την άνοδό του στη φήμη, από τις επιτυχίες του μέχρι τις αποτυχίες του, από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, η ταινία αφηγείται το ταξίδι ενός καλλιτέχνη, που ακόμα και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς τραγουδιστές όλων των εποχών.

Η βιογραφία του εμβληματικού Γάλλο-Αρμένιου τραγουδιστή, συνθέτη και ηθοποιού Σαρλ Αζναβούρ.

Με πάνω από 1200 τραγούδια στο ενεργητικό του και μια καριέρα που έφτασε τα εβδομήντα χρόνια, ο Σαρλ Αζναβούρ αναμφίβολα είναι ένας «θρύλος». Οι γονείς του, Αρμένιοι καλλιτέχνες, βρίσκονται στο Παρίσι τη δεκαετία του ‘30, όπου ανοίγουν ένα εστιατόριο. Εκεί, ο μικρός Σαρλ Αζναβουριάν  κάνει τα πρώτα του βήματα στη σκηνή μέχρι που στα εννιά του αποφασίζει να εγκαταλείψει το σχολείο και να αφοσιωθεί στο βαριετέ. Αργότερα, η μεγάλη Εντίθ Πιάφ τον παίρνει υπό την προστασία της και έτσι του ανοίγεται ο δρόμος για την επιτυχία. Ο ίδιος, αν και μικρόσωμος και κατά την κοινή γνώμη «άσχημος»- καταφέρνει με τις αισθαντικές του ερμηνείες να γίνει ο τραγουδιστής του έρωτα, ο «Γάλλος Φρανκ Σινάτρα», όπως τον αποκαλούσαν. Παράλληλα όμως, παραμένει πολιτικά ενεργός, στηρίζειτην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων με όλες του τις δυνάμεις, είναι ο πρώτος που αν και στρέιτ τραγουδάειγια έναν ομοφυλόφιλο άνδρα, και στρέφεται κατά του Λεπέν και της ακροδεξιάς.

Ο Αζναβούρ ήθελε να γίνει ταινία η ζωή του και τα παιδιά του αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την επιθυμία του, δίνοντας την άδεια στους Μεχντί Ιντίρ και Γκραν Κορπς Μαλάντ («Ένα Βήμα τη Φορά») για μια μουσική βιογραφία, που χωρισμένη σε πέντε μέρη (εμπνευσμένα από αντίστοιχα τραγούδια του (Les Deux Guitares», «Sa Jeunesse», «La Bohème», «J’me Voyais Déjà», «Emmenez-moi») ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του και φτάνει ως το τέλος. Φυσικά μια  τόσο μεγάλη διαδρομή είναι αδύνατο να καλυφθεί σε δυο ώρες, οπότε οι δυο σκηνοθέτες ακολουθούν τον ακαδημαϊκό δρόμο ενός τυπικού σεβαστικού biopic, περνώντας από τους πιο βασικούς  σταθμούς αυτής της διαδρομής, χωρίς εξάρσεις, επενδύοντας κυρίως στα τραγούδια του, τα οποία ερμηνεύει ο μεταμορφωμένος και υποψήφιος για Σεζάρ Ταχάρ Ραχίμ.

Φυσικά οι όποιες σκοτεινές πλευρές απαλύνονται με μια διάθεση «αγιοποίησης» που συνήθως πλεονάζει στις βιογραφίες, αλλά αυτό που κυρίως λείπει από την ταινία είναι η ψυχή και εκείνη η μελαγχολία του Αζναβούρ, κυρίαρχη στο βλέμμα του και στο ηχόχρωμα της φωνής του.

Επικίνδυνα Πλάσματα (Dangerous Animals)

Σκηνοθεσία: Σον Μπερν

Παίζουν: Χάσι Χάρισον, Τζάι Κόρτνεϊ, Τζος Χιούστον, Ελα Νιούτον, Λίαμ Γκρέινκι, Ρομπ Κάρλτον

Περίληψη: Όταν η Ζέφιρ, μια σέρφερ με ελεύθερο πνεύμα, πέσει θύμα ενός κατά συρροή δολοφόνου με εμμονή στους καρχαρίες, πρέπει να βρει τρόπο διαφυγής από το σκάφος του.

Θρίλερ αυστραλιανής παραγωγής με καρχαρίες, μανιακούς δολοφόνους και μια ερωτική ιστορία στο φόντο.

Η Ζέφιρ είναι ανεξάρτητη, με ένα ανεπούλωτο τραύμα, τρομάζει στην ιδέα της δέσμευσης και το μόνο που την ηρεμεί είναι να δαμάζει τα κύματα, κάνοντας σερφ. Όταν μια μέρα γνωρίζει τον Μόουζες, έναν συμπαθητικό νεαρό που θα τη συγκινήσει, τρομαγμένη θα φύγει αχάραγα από το σπίτι του για να αφεθεί ελεύθερη στον ωκεανό. Εκεί όμως την περιμένει ένας κατά συρροή δολοφόνος, που έχει εμμονή με τους καρχαρίες. Η Ζέφιρ τότε θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να σώσει τη ζωή της και ταυτόχρονα να νικήσει τις μεγαλύτερες φοβίες της.

Συνδυάζοντας δύο τρόμο-κατηγορίες, τους καρχαρίες και τους serial killers, o Σον Μπερν («The Loved Ones», «Το Δέλεαρ του Διαβόλου»), μετά από μερικές προσπάθειες να δώσει μια πιο σινεφιλική διάθεση στο horror, αποφάσισε να κινηθεί πιο εμπορικά: αμέτρητα jumpscares, χαριτωμένες νεαρές που ουρλιάζουν με καυτά σορτσάκια, ατελείωτες ανατροπές που ακολουθούν μετά από κάθε απόπειρα διάσωσης, τόσο που στο τέλος έχει εξαντληθεί ο θεατής, ενώ η Ζέφιρ παραμένει πανέμορφη και δυναμική, και μια ρομαντική ιστορία στο φόντο,  δημιουργούν ένα ευπώλητο θρίλερ, ιδανικό για το καλοκαιράκι. Μαύρο χιούμορ, wanna be ταραντινικές ατάκες βιτριολικής φύσεως για την τερατώδη φύση του ανθρώπου, που ούτως η άλλως ευθύς εξαρχής είναι εμφανώς το πιο επικίνδυνο πλάσμα, αναμειγνύονται με φωτεινά πρόσωπα και λίγα ευτυχώς κακά ψηφιακά εφέ, με τον Μπερν να κουράζεται από ένα σημείο και μετά και να καταφεύγει σε άσκοπες επαναλήψεις, αλλά οι λάτρεις του τρόμου θα το απολαύσουν σε μια θερινή προβολή.

Η Καρδιά Ενός Τζογαδόρου (On Swift Horses)

Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Μινάχα

Παίζουν: Ντέιζι Έντγκαρ-Τζόουνς, Τζέικομπ Ελόρντι, Γουίλ Πούλτερ, Ντιέγκο Κάλβα, Σάσα Κάγιε

Περίληψη: Τρεις νέοι, που κυνηγούν το αμερικανικό όνειρο, στη μεταπολεμική Αμερική, έρχονται αντιμέτωπο με κρυφά μυστικά και σκληρές αλήθειες.

 Ένα επικίνδυνο ερωτικό τρίγωνο με φόντο τη μεταπολεμική Αμερική.

Δύο νεόνυμφοι, η Μίριελ και ο Λι, ξεκινούν μια λαμπερή νέα ζωή, όταν εκείνος επιστρέφει από τον Πόλεμο της Κορέας. Αυτή η σταθερότητα ανατρέπεται με τον ερχομό του χαρισματικού μικρότερου αδερφού του Λι, του Τζούλιους —ενός παράξενου τζογαδόρου με ένα μυστικό. Οι τρεις ορκίζονται να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μαζί στην Καλιφόρνια, όπου τελικά μετακομίζει μόνο το ζευγάρι. Η Μίριελ βρίσκει δουλειά σε μια καφετέρια και, κρυφακούγοντας τις συζητήσεις των θαμώνων, αρχίζει να συλλέγει πληροφορίες που της επιτρέπουν να κερδίζει αξιόλογα ποσά στον ιππόδρομο. Την ίδια στιγμή, ο Τζούλιους —που έχει καταλήξει στο Λας Βέγκας- μπλέκει σε μια ερωτική σχέση με τον Χένρι, έναν άντρα αποφασισμένο να πιάσει την καλή με κάθε κόστος, ακόμη και με παράνομες μεθόδους. Η Μίριελ, περιμένοντας νέα από τον Τζούλιους, ξεκινά κι εκείνη μια αντισυμβατική ερωτική σχέση με την queer γειτόνισσά της, σε μια προσπάθεια προσωπικής χειραφέτησης. Ο Λι, από την άλλη, βλέπει τις ελπίδες του να χάνονται και το «αμερικανικό όνειρο» να καταρρέει.

Βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Σάνον Πούφαλ, ο Ντάνιελ Μίναχαν —με μεγάλη εμπειρία σε τηλεοπτικές σειρές υψηλών προδιαγραφών («Game of thrones», «True blood», «House of cards») — αφηγείται την ιστορία σαν ένα επεισόδιο μακράς διάρκειας, με εμφανή την πρόθεση να ανανεώσει το είδος του μεγάλου ρομαντικού δράματος, τοποθετημένου στο περιθώριο μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών.

Αν και η αναπαράσταση της εποχής είναι άρτια, ο Μίναχαν δυσκολεύεται να βρει τον τρόπο να συνδέσει τους ήρωές του —που αναζητούν απεγνωσμένα τη θέση τους στο περιβόητο American Dream— με τον τυχοδιωκτισμό που χαρακτήρισε μια ολόκληρη χώρα. Η μεγάλη διάρκεια δεν βοηθάει ιδιαίτερα, όμως έχει στα χέρια του μερικά πολύτιμα χαρτιά —κυρίως τον Τζέικομπ Ελόρντι, που κουβαλά τη στοιχειωμένη γοητεία παλιών μεγάλων σταρ και αποτελεί από μόνος του έναν καλό λόγο για να δει κανείς την «Καρδιά ενός τζογαδόρου».

Οι Μπαλκονάτες (The Balconettes)

Σκηνοθεσία: Νοεμί Μερλάν

Παίζουν: Νοεμί Μερλάν, Σάντα Κοντρεάνου, Σουχίλα Γιακούμπ

Περίληψη: Καθώς ένας καύσωνας φέρνει μια γειτονιά της Μασσαλίας στα όριά της, τρεις συγκάτοικοι διασκεδάζουν, παρεμβαίνοντας στις ζωές των γειτόνων τους από το μπαλκόνι, ώσπου ένα αθώο βραδινό ποτό καταλήγει σε λουτρό αίματος.

H δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Νοεμί Μερλάν, σε σενάριο της ίδιας και της Σελίν Σιαμά.

Κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα στη Μασσαλία, τρεις φίλες - η Νικόλ (μία επίδοξη συγγραφέας που δουλεύει μία ιστορία για μια ντροπαλή γυναίκα που έχει σχέση με τον γείτονά της), η Ρούμπι που εργάζεται ως webcam girl και η απρόσεκτη Ελίζ (μία ηθοποιός που παίζει σταθερά τον ρόλο της Μέριλιν Μονρόε και έχει βγει από έναν καταπιεστικό γάμο) - μέσα σε ένα διαμέρισμα, παρακολουθούν από το μπαλκόνι τον μυστηριώδη γείτονά τους που μένει απέναντι.

Τρεις γυναίκες που υφίστανται τις συνέπειες ενός πατριαρχικού συστήματος φτάνουν —με όρους αλμοδοβαρικούς— στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Η σκηνοθέτιδα και πρωταγωνίστρια, αλλά και δυναμική ακτιβίστρια Νοεμί Μερλάν («Mi Iubita mon Amour»), στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, κινείται ανάμεσα στην κωμωδία καιτο θρίλερ, με βασικούς άξονες τη γυναικεία χειραφέτηση, την αυτοδιάθεση, αλλά και την κριτική στους θεσμούς, που αντί να προστατεύουν, καταπιέζουν.

Με τη συνδρομή της Σελίν Σιαμά («Το Πορτρέτο της γυναίκας που φλέγεται») στο σενάριο, η ταινία καταπιάνεται με ζητήματα φύλου, καταγράφοντας τη γυναικεία εμπειρία με χιούμορ και τρυφερότητα. Ωστόσο, από τη στιγμή που η δράση μετατρέπεται σε μια σειρά φόνων, η Μερλάν παραδίδεται περισσότερο σε ασκήσεις ύφους παρά στην ουσία. Έτσι, ακυρώνει το δυναμικό ξεκίνημα της ταινίας, με σεναριακές υπερβολές που δυσχεραίνουν την υποστήριξη του βασικού της θέματος: του μισογυνισμού, που συχνά εγκλωβίζει τις γυναίκες στα «μπαλκόνια» τους.

Επαναπροβολές:

Το Πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ (La Passion de Jeanne d'Arc /The Passion of Joan of Arc)

Σκηνοθεσία: Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ

Παίζουν: Ρενέ Ζαν Φαλκονέτι, Γιουτζίν Σιλβέν, Αντρέ Μπερλέ, Μορίς Σουτς, Αντονέν Αρτόντ

Περίληψη: Η ιστορία της Ζαν ντ'Αρκ, ενός δεκαεπτάχρονου αγράμματου κοριτσιού, που οδήγησε τη Γαλλία σε νίκες και τελικά κάηκε στην πυρά ως αιρετική.

Ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα της βωβής εποχής και του παγκόσμιου κινηματογράφου, βασισμένο τα αυθεντικά πρακτικά της δίκης της Ζαν Ντ' Αρκ.

Αφού οδήγησε πολλές στρατιωτικές μάχες εναντίον των Άγγλων κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, η Ιωάννα της Λωραίνης συλλαμβάνεται κοντά στη σημερινή γαλλική πόλη Κομπιένη και μεταφέρεται στη Ρουέν της Νορμανδίας για να δικαστεί ως αιρετική από Γάλλους, πιστούς στους Άγγλους κληρικούς. Την 30ή Μαΐου 1431, η Ζαν ντ’ Αρκ ανακρίνεται από το εκκλησιαστικό δικαστήριο. Οι δικαστές προσπαθούν να της αποσπάσουν δήλωση που θα αναιρέσει τον ισχυρισμό και την πίστη της ότι τής έχει ανατεθεί αποστολή από τον Θεό για να εκδιώξει τους Άγγλους από τη Γαλλία, ωστόσο εκείνη παραμένει ακλόνητη.

Η ταινία αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά έργα του βωβού κινηματογράφου και μια από τις πιο ριζοσπαστικές βιογραφικές αποτυπώσεις στην ιστορία της έβδομης τέχνης. Γυρισμένη το 1927–1928 για λογαριασμό της γαλλικής εταιρείας Société Générale des Films, βασίζεται στα αυθεντικά πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης (Jeanne d’Arc), τα οποία είχε μελετήσει εξονυχιστικά ο Ντράγιερ.

Ο σκηνοθέτης, αν και προερχόταν από τον λουθηρανισμό της Δανίας, κλήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση να δημιουργήσει μια ταινία αφιερωμένη στην εθνική ηρωίδα της Γαλλίας. Η επιλογή του προκάλεσε αντιδράσεις, όμως ο εκείνος προσέγγισε το θέμα με σεβασμό, αυστηρή λιτότητα και μοναδική οπτική ευαισθησία.

Αν και λογοκρίθηκε και ακρωτηριάστηκε κατά την αρχική της κυκλοφορία, η ταινία αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων ως αριστούργημα. Η αυθεντική κόπια, που θεωρείτο χαμένη για δεκαετίες, βρέθηκε τυχαία το 1981 σε ένα νοσοκομείο στη Νορβηγία. Η σωτηρία αυτής της ταινίας ισοδυναμεί με θαύμα: το πρώτο αρνητικό του 1928 λογοκρίθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση και τον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού και καταστράφηκε σε πυρκαγιά. Στη συνέχεια, ο Ντράγιερ μπόρεσε να ανασυνθέσει μια δεύτερη εκδοχή από αποκόμματα, τα οποία επίσης χάθηκαν σε μια άλλη πυρκαγιά.

Επί σειρά ετών η ταινία θεωρούταν χαμένη, με περιορισμένα αντίγραφα αμφίβολης ποιότητας. Ωστόσο, το 1981, βρέθηκε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στο Όσλο ένα ξεχασμένο αντίγραφο του πρώτου μη λογοκριμένου αρνητικού. Χάρη σε αυτό, το 1985, η Cinémathèque française ανακατασκεύασε την ταινία και τους μεσότιτλους, σε μια εκδοχή που πιθανώς είναι πολύ κοντά σε εκείνη που είχε μοντάρει ο σκηνοθέτης για την πρεμιέρα του 1928.

Το «Πάθος της Ζαν Ντ’Αρκ» είναι η μοναδική ταινία του Δανού δημιουργού που γυρίστηκε στη Γαλλία και θεωρείται ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, όχι μόνο για τη σκηνοθεσία του, αλλά και για την ερμηνεία της Ρενέ Φαλκονέτι (Ζαν Ντ’Αρκ). Στα 1500 πλάνα που απαριθμεί η ταινία, περισσότερα από 400 είναι κεντραρισμένα στο φωτεινό και αθώο πρόσωπο της ηθοποιού, η ερμηνεία της οποίας «είναι, ίσως, η σπουδαιότερη που έχει καταγραφεί ποτέ σε φιλμ», όπως αναφέρει η Αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου Πολίν Καέλ.

Η Ώρα του Λύκου (Vargtimmen /Hour of the Wolf)

Σκηνοθεσία: ‘Ινγκμαρ Μπέργκμαν

Παίζουν: Μαξ φον Σίντοφ, Λιβ Ούλμαν, Γκερτρούντ Φριτς, Γκεόργκ Ράιντεμπεργκ, Έρλαντ Τζόζεφσον, Ίνγκριντ Θούλιν

Περίληψη: Ένας ζωγράφος, απομονωμένος εδώ και καιρό με τη γυναίκα του σε ένα νησί, κυριεύεται από τους δαίμονες και τα σκοτεινά πλάσματα του μυαλού του, χάνοντας ολοένα την επαφή του με την πραγματικότητα.

 Μια σπουδαία δημιουργία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν για την αγωνία του καλλιτέχνη και τα δυσδιάκριτα  όρια μεταξύ ιδιοφυΐας και τρέλας, με πρωταγωνιστές τους Μαξ Φον Σίντοφ και Λιβ Ούλμαν.

Ένας ζωγράφος, που ζει με τη γυναίκα του σ’ ένα απομονωμένο νησί, βασανίζεται από αϋπνία και εφιάλτες που του προκαλούν τρόμο. Περίεργα περιστατικά και αλλόκοτες συναντήσεις εντείνουν την ατμόσφαιρα, με τον ήρωα να παλεύει να ανακτήσει τα λογικά του και να διατηρήσει τις καλλιτεχνικές του ικανότητες. Η σύζυγός του προσπαθεί απεγνωσμένα να τον βοηθήσει, ωστόσο σταδιακά αρχίζει κι εκείνη να μοιράζεται τις παραισθήσεις του.

Η «ώρα του λύκου», σύμφωνα με τις Σκανδιναβικές λαϊκές δοξασίες, είναι το διάστημα ανάμεσα στη σκοτάδι και την αυγή (γύρω στις 3 με 5 το πρωί), «η ώρα των περισσότερων θανάτων και των πιο τρομερών εφιαλτών». Αυτή η σχεδόν απόκοσμη ώρα, στο μεταίχμιο μεταξύ λογικής και τρέλας, πραγματικότητας και φαντασίας, ενέπνευσε τον Μπέργκμαν. Όπως άλλωστε έχει πει ο σκηνοθέτης, ο ίδιος βίωσε τη δική του «ώρα του λύκου», όταν συνέλαβε την ιστορία.

Με συνοδοιπόρους τους αγαπημένους του πρωταγωνιστές Μαξ φον Σίντοφ και Λιβ Ούλμαν, ο Μπέργκμαν ουσιαστικά κάνει ένα σχόλιο για την αγωνία του καλλιτέχνη, τη φύση της δημιουργίας και τα δυσδιάκριτα  όρια μεταξύ ιδιοφυΐας και τρέλας, επιστρατεύοντας στοιχεία σουρεαλιστικής φαντασίας και γοτθικού τρόμου. Γυρισμένη σε δύο νησιωτικούς ερημότοπους της Σουηδίας, η ταινία λέγεται πως είναι φτιαγμένη σαν ένα γράμμα συγχώρεσης για τη σύζυγό του,  που ο σκηνοθέτης εγκατέλειψε για χάρη της Ούλμαν.

Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες και πιο ιδιαίτερες ταινίες του σπουδαίου σουηδού δημιουργού, στην οποία θίγει μερικά αγαπημένα του θέματα: την αναμέτρηση με τον βαθύτερο εαυτό μας, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις και τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Νύχτα Αγωνίας (Spellbound)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ

Παίζουν: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Γκρέγκορι Πεκ, Μάικλ Τσέχωφ, Λίο Τζ. Κάρολ, Ρόντα Φλέμινγκ, Νόρμαν Λόιντ, Γουάλας Φορντ, Στίβεν Γκέρεϊ, Ίρβινγκ Μπέικον, Τζάκλιν ΝτεΒίτ, Ζαν Άκερ, Τζον Έμερ

Περίληψη: Μια διακεκριμένη ψυχαναλύτρια σε κλινική του Βερμόντ υποδέχεται τον νέο διευθυντή του ιδρύματος, αλλά ανακαλύπτει ότι πρόκειται για έναν αμνησιακό απατεώνα, τον οποίο όμως αρχίζει να ερωτεύεται.

Το αριστουργηματικό φιλμ του Άλφρεντ Χίτσκοκ σε επανέκδοση.

Ο διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής «The Green Manors» ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη θέση του, περιμένοντας τον αντικαταστάτη του, τον γιατρό Έντουαρντς. Ο τελευταίος φτάνει στην κλινική, όπου γοητεύεται από την όμορφη, αλλά ψυχρή γιατρό Κοντσάνς Πίτερσεν. Οι δυο τους ερωτεύονται, αλλά σύντομα γίνεται γνωστό ότι ο άνδρας που παρουσιάστηκε ως γιατρός είναι στην πραγματικότητα απατεώνας.

Σε ένα από τα πρώτα φιλμ που τόλμησαν να προσεγγίσουν την ψυχανάλυση κινηματογραφικά, ο Χίτσκοκ ενώνει τις δυνάμεις του με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον αξεπέραστο Γκρέγκορι Πεκ για να αφηγηθεί μια ιστορία, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται: ένας άντρας χωρίς μνήμη, ένα έγκλημα χωρίς απόδειξη κι ένας έρωτας που ισορροπεί κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, με την Μπέργκμαν να ερμηνεύει έναν ανατρεπτικά δυναμικό, πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο.

Με έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ (όπου και κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για το καθηλωτικό σκορ του Μίκλος Ρόζα), η ταινία αποτελεί σπουδή στην ψυχαναλυτική ερμηνεία του Φρόιντ και έμεινε στην Ιστορία κυρίως για την εμβληματική ονειρική σεκάνς με χαρακτηριστικές, αξέχαστες εικόνες σχεδιασμένες από τον Σαλβαδόρ Νταλί, αποτέλεσμα της πρωτοποριακής, αλλά και τρικυμιώδους συνεργασίας μεταξύ των δύο κορυφαίων δημιουργών.