Διονύσης Σαββόπουλος: Ο τελευταίος των μεγάλων
Σε ηλικία 80 ετών έφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς της μεταπολεμικής Ελλάδας -ένας καλλιτέχνης που δεν χωρούσε σε κατηγορίες. Μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο «Υγεία», πέθανε το βράδυ της Τρίτης (21/10) από ανακοπή καρδιάς. Είχε εισαχθεί στις 6 Οκτωβρίου, καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί λόγω προβλημάτων στην καρδιά.
Ανατρεπτικός, πρωτοπόρος, βαθιά δημιουργικός, αντιφατικός, κάποιες φορές προκλητικός, αλλά ποτέ αδιάφορος -ο Σαββόπουλος υπήρξε από τις πιο επιδραστικές φιγούρες του ελληνικού τραγουδιού. Ένας καλλιτέχνης bigger than life. Με αιχμηρό λόγο, ευρηματική μουσική και μια ξεχωριστή, προσωπική σφραγίδα, ο «Νιόνιος», όπως τον αποκαλούσαν οι πάντες, εξέφρασε τη νεότερη Ελλάδα και θεμελίωσε τη σχολή των «τραγουδοποιών», που γράφουν, συνθέτουν και ερμηνεύουν τα τραγούδια τους, έχοντας απόλυτο έλεγχο στο καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα.
Ακούραστος μέχρι τέλους, παρά τα προβλήματα υγείας, τον Ιανουάριο του 2025 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», μιλώντας για την αξία της αφήγησης και της προσωπικής ιστορίας. Γιατί ο Σαββόπουλος, πάνω απ’ όλα, ήταν ένας σπουδαίος αφηγητής. Πάντα έφηβος στη σκηνή, εργάτης της τέχνης στη ζωή. Το μυστικό της νεότητάς του κρυβόταν στους στίχους του, στη βαθιά του ειλικρίνεια και στις συνεργασίες του με κορυφαίους καλλιτέχνες.

Τον Μάιο, φάνηκε ακμαίος και ομιλητικός στην παρουσίαση του ντοκιμαντέρ «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος», στο Μουσείο Μπενάκη.
Και το περασμένο καλοκαίρι, στο Rockwave της Μαλακάσας, έζησε μια κορυφαία στιγμή: ανέβηκε στη σκηνή και αποχαιρέτησε το κοινό με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.
Τα πρώτα βήματα του Διονύση Σαββόπουλου και η καταξίωση
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Έχοντας ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, δέχτηκε από νεαρή ηλικία ένα ευρύ φάσμα επιρροών από την Ανατολή. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα και, αν και ξεκίνησε να φοιτά στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ο δρόμος της ζωής του ήταν ένας: η μουσική.
«Θεωρώ τον Σαββόπουλο τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς σου που διαδέχτηκε τη δική μας! Ο Σαββόπουλος, στα τόσα χρόνια που υπάρχει, έχει ήδη δημιουργήσει την προσωπική του ιστορία. Ο Σαββόπουλος δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας απλώς ένα ωραίο τραγουδάκι», έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκι, επιβεβαιώνοντας πως είχε δίκιο, όταν παράτησε τη δικηγορία. «Ο Σαββόπουλος κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία, η οποία είναι συνδυασμός καταγωγής (Μακεδονία), ενός κλίματος της εποχής που έζησε και έγινε νέος και ενός ποιητικού κλίματος από μια ομάδα ποιητών της Θεσσαλονίκης που προέκυψε».

Ο νεαρός Σαββόπουλος έφτασε στην Αθήνα με ωτοστόπ, μόνος, χωρίς γνωριμίες και με σχεδόν άδειο πορτοφόλι. Ήδη όμως από το πρώτο βινύλιο που κυκλοφόρησε γνώρισε επιτυχία και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Άλλωστε, είχε συνδυάσει τη μουσική Αμερικανών θρύλων, όπως του Bob Dylan και του Frank Zappa, με τη μακεδονική λαϊκή μουσική.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, στο πλαίσιο συνεργασίας με τη Δόμνα Σαμίου, είχε δηλώσει: «Εγώ νομίζω το πιο σπουδαίο πράγμα στο δημοτικό τραγούδι είναι αυτό το μάθημα ήθους που μας δίνει. Δηλαδή το δημοτικό τραγούδι μας μαθαίνει ότι τα τραγούδια γράφονται για να εκφραζόμαστε κι όχι για να κάνουμε επιτυχία, όχι δηλαδή να κάνουμε σουξέ. Αυτό είναι το πιο σοβαρό του νομίζω. Αλλά αυτό όχι έτσι ξερά που το λέω. Αυτό το δίνει με ένα τρόπο πάρα πολύ γοητευτικό». (ΕΡΤ, 1977)
Η εμφάνιση του Σαββόπουλου στο μουσικό προσκήνιο συμπίπτει με έναν καταιγισμό ανατροπών σε όλον τον πλανήτη: ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο Μάης του ’68, το Woodstock, η εξέγερση στο πανεπιστήμιο του University of California, Berkeley, σε συνδυασμό με την ελληνική δικτατορία, τον επηρέαζαν έντονα.
Η «πλούσια» σταδιοδρομία του Σαββόπουλου βασικά ξεκίνησε το 1964. Ο ίδιος υπήρξε πολιτικά ενεργός σε όλη τη ζωή του, κάνοντας μεταξύ άλλων εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνος Λοΐζος. Ο πρώτος του δίσκος, ο «Φορτηγό» (1966), ήταν τομή. Με έντονες επιρροές από τον Bob Dylan, αλλά μπολιασμένος με τα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής μουσικής και την πικρή ειρωνεία της εποχής, έγινε ο εκφραστής μιας γενιάς που έψαχνε τρόπο να εκφραστεί έξω από τις νόρμες.
Ο δεύτερος δίσκος του, το «Περιβόλι του Τρελού» (1969), κυκλοφόρησε στα χρόνια της Χούντας. Παρά τη λογοκρισία, ο Σαββόπουλος κατάφερε να περάσει πολιτικά και υπαρξιακά μηνύματα με τρομερή λεπτότητα. Ο «Στρατιώτης Ποιητής», ο «Άγγελος Εξάγγελος» και η «Συννεφούλα» παραμένουν συγκλονιστικά παραδείγματα πολιτικής ποίησης ντυμένης με μουσική.

Το 1971 κυκλοφορεί το LP «Ο Μπάλλος» — όπου το ομώνυμο κομμάτι διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει ολόκληρη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών — για τον οποίο ο ίδιος δημιουργός λέει: «Ο Μπάλλος είναι μία συνθετικότερη μορφή τραγουδιού… Με τη μουσική του Μπάλλου κυκλοφορώ σαν τραγουδιστής μέσα στα Βαλκάνια που έχω στο μυαλό μου. Πάω Μαύρη Θάλασσα, Βουκουρέστι και Κωστάντζα. Πάω και στην Αθήνα και στην Άγκυρα. Το τραγούδι μου είναι εικόνα, να πούμε, που μπορεί όμως να περπατήσει μόνη της...»
Το 1972 κυκλοφορεί ο δίσκος «Το Βρώμικο Ψωμί». Ίσως το ωριμότερο στιχουργικά, μέχρι εκείνη την περίοδο, έργο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άλμπουμ κλείνει με τη δωδεκάλεπτη «Μαύρη Θάλασσα». Ξεχωρίζουν το ομώνυμο ηλεκτρικό «Ζεϊμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», «Έλσα σε φοβάμαι». Μαζί τους και ο «Άγγελος Εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Bob Dylan «The Wicked Messenger» σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή του Σαββόπουλου.
Κατά τη διάρκεια της χούντας, ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέφραζε ανοιχτά τις αριστερές του πεποιθήσεις και για αυτό φυλακίστηκε δύο φορές – τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Στη φυλακή, όπου έμεινε περίπου σαράντα ημέρες, βασανίστηκε σκληρά και πέρασε πολλές ώρες σε απομόνωση. Ο ίδιος είχε πει για την εμπειρία του: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. […] Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου».
Ανάμεσα στις πολλές, πολυδιάστατες, πολύχρωμες και συχνά αναπάντεχες συμπράξεις του Σαββόπουλου ξεχωρίζει και αυτή με τον Δημήτρη Γκόγκο -τον κανταδόρο του ρεμπέτικου, γνωστό ως Μπαγιαντέρας. Σε ένα μικρό δισκάκι 45 στροφών που κυκλοφόρησε από τη Lyra το 1975, Σαββόπουλος και Μπαγιαντέρας μοιράστηκαν την ερμηνεία στον «Καθρέφτη», ένα χασαποσέρβικο του Γκόγκου.
Καθώς περνούν οι δεκαετίες, ο Σαββόπουλος αλλάζει. Ο δίσκος «Ρεζέρβα» (1979) αντικατοπτρίζει το χάος και την αμηχανία της Μεταπολίτευσης. Στη δεκαετία του ’80 έρχεται ο «Ασύρματος Κόσμος», ενώ τη δεκαετία του ’90, ο ίδιος περνά σε πιο εσωτερικούς τόνους, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ την κοινωνική και πολιτική του ευαισθησία.
Οι ζωντανές του εμφανίσεις, όπως οι παραστάσεις στον «Σείριο» -το προσωπικό του στέκι‑σχήμα‑εκδοτικό εγχείρημα- ήταν πάντα κάτι παραπάνω από συναυλίες: ήταν συλλογικές εμπειρίες.
Με τα χρόνια, ο Σαββόπουλος εξελίχθηκε σε αφηγητή του ελληνικού παραλόγου, σχολιάζοντας όσα συμβαίνουν γύρω του μέσα από την πατίνα του χρόνου και τη δική του ευαισθησία.
Οι σημαντικοί σταθμοί μιας μεγάλης πορείας
Πολλοί ήταν οι καθοριστικοί σταθμοί στη ζωή του Σαββόπουλου και πολυάριθμες οι στιγμές που αποτυπώθηκαν στα τραγούδια του. Περιηγήθηκε εκτενώς -στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο, τη Βόρεια Ευρώπη, την Ιαπωνία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έγραψε μουσική για θέατρο, Επίδαυρο και κινηματογράφο, κερδίζοντας βραβείο για το «Happy Day» (1976), που όμως αρνήθηκε.

Το 1997 ο Σαββόπουλος κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Ξενοδοχείο», με δώδεκα τραγούδια, συνοδευόμενος από μια all‑star μπάντα που περιλάμβανε τον Γιάννη Σπάθα (κιθάρες και μαντολίνο), τον Σταύρο Λάντσια (πλήκτρα και κρουστά), τη Γιώτη Κιουρτσόγλου (μπάσο) και στα φωνητικά: Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Ορφέα Περίδη, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Νίκο Πορτοκάλογλου, Αργύρη Μπακιρτζή, Νίκο Ζιώγαλα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Διονύση Τσακνή κ.ά. Στον δίσκο καλωσόρισε μεταξύ άλλων τον Lucio Dalla, τον Nick Cave, τον Ian Anderson, τον Van Morrison, τον Steve Winwood και φυσικά τον Lou Reed.
Το 1986‑1987 παρουσίαζε την εμβληματική τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», ενώ παράλληλα εξέδωσε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενα.
Τον Δεκέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή των στίχων του, μαζί με δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Ξεχωριστές ήταν οι συναυλίες του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 και το 2017 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μπροστά σε εξήντα χιλιάδες θεατές.
Αυτοδίδακτος και ταλαντούχος δημιουργός, εξαιρετικός ερμηνευτής και αφηγητής, ο Σαββόπουλος κυκλοφόρησε 14 κύκλους τραγουδιών σε βινύλιο και ακτίνες, μαζί με ζωντανές ηχογραφήσεις. Οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό. Τα τραγούδια του ερμηνεύονται από πολλούς ομοτέχνους, διδάσκονται στα σχολεία της Ελλάδας, και μελετώνται, ενώ οι στίχοι του διδάσκονται και στα ιταλικά στη Ρώμη, στο Università La Sapienza.
Τα περισσότερα τραγούδια του Σαββόπουλου υπογράφονται από τον ίδιο. Σε αναγνώριση της μεγάλης του προσφοράς στον πολιτισμό και τα ελληνικά γράμματα, το Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον τίμησε, ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορα στις 24 Νοεμβρίου 2017.
Οι ιδέες και οι επιλογές του, όπως τότε που τραγούδησε με την Καλομοίρα στο Ηρώδειο, συχνά τον έβαζαν σε αντιπαράθεση ακόμα και με τους πιο θερμούς υποστηρικτές του. Ωστόσο, ο ίδιος πάντα τολμούσε και λέγε πως ήθελε να του αναγνωριστεί πως όταν του ζήτησαν δεν δέχτηκε υπουργεία, μεγάλα χρήματα ή αξιώματα, και ζούσε από την δουλειά του.
Η ιστορία αγάπης του με την Άσπα και η μάχη του με τον καρκίνο
Στην προσωπική του ζωή, ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδου, γνωστή ως Άσπα, το χαϊδευτικό της, που συχνά αναφέρεται σε τραγούδια και παραστάσεις του. Έφεραν στον κόσμο δύο γιους, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό, και απέκτησαν δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.
Στην αυτοβιογραφία του, ο ίδιος περιγράφει τη γνωριμία και τον γάμο τους. «Ήταν μια δύσκολη περίοδος, αλλά κάθε εμπόδιο ήταν για καλό. Γιατί έτσι γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη, κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη που τη νύχτα φωσφόριζε. Εγώ όμως τότε τρελαινόμουν με μπάφους και απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα το ρόλο που θα έπαιζε αυτό το πλάσμα στη ζωή μου. Η μαθήτρια έγινε η Ασπούλα, η γυναίκα μου για πενήντα επτά χρόνια, αλλά την Άνοιξη του ’67 ήμουν αλλού, με εμμονές. Πίστευα πως η φωνή μου δεν θα φύγει ποτέ. «Θα φύγω από τα τραγούδια», σκεφτόμουν, «δεν με ενδιαφέρουν πια». Ήθελα να βγάλω ναυτικό, να ταξιδέψω και να χαθώ στη θάλασσα».

Έτσι, άρχισε μια ιστορία αγάπης που κράτησε για πάντα. Το ζευγάρι ενώθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου στις 28 Οκτωβρίου 1967, με τον ίδιο να λέει: «Την ημέρα του “Όχι”, εμείς είπαμε “Ναι”». Ήταν τότε 23 ετών και η Άσπα 18.
Για το μυστικό της σχέσης τους, ο Σαββόπουλος έχει εξομολογηθεί: «Αντέξαμε χάρη στην Άσπα. Της λέω συχνά «Σ’ αγαπώ» – και όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο αληθινά το λες. Είναι όμορφο να μεγαλώνεις με τον ίδιο άνθρωπο».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μιλήσει πριν από λίγο καιρό στην κάμερα της εκπομπής Στούντιο 4 για την πορεία του, τη μουσική και τις άγνωστες πτυχές της ζωής του τις οποίες μοιράζεται ανοιχτά και μέσα από την αυτοβιογραφία του. Όπως ανέφερε αρχικά ο ίδιος: «Υπήρξαν σημεία που με προβλημάτισαν, να λες τα οικογενειακά σου, ή ότι έδινες μπάτσες στα παιδιά σου, γιατί αυτό έκανα. Εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Μας βαράγανε οι δάσκαλοι, οι γονείς. Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό».

Στις αρχές του 2025, ο Διονύσης Σαββόπουλος μίλησε ανοιχτά στο περιοδικό ΟΚ! για τη μάχη του με τον καρκίνο. Είχε αποκαλύψει πως το 2020, μετά από ενοχλήσεις, απευθύνθηκε σε ειδικούς όπου του διαγνώστηκε όγκος στον πνεύμονα. «Επειδή είχα χρόνο, επισκέφτηκα τους γιατρούς για κάποιες ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις βρέθηκε καρκίνος στον πνεύμονα.... το λέω για να προσέχετε, να έχετε το νου σας, και αν -ο μη γένοιτο- συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, και έχει ο Θεός», είχε πει χαρακτηριστικά.