Μάριος Βουτσινάς: «Μια κάλπικη λίρα, αυτό ήμουν για τον πατέρα μου»
Ενας καλλιτέχνης με ευαισθησίες, ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με απορίες, απουσίες και πληγές, ένας γιος που δεν «γνώρισε» τον πατέρα του όσο μεγάλωνε.
Οι επτά τελευταίοι μήνες του διάσημου σκηνοθέτη στο νοσοκομείο συμπύκνωσαν το κενό μιας ζωής. Κι έτσι σήμερα ο Μάριος-Αγγελος Βουτσινάς στέκεται απέναντι στον Ανδρέα Βουτσινά με αγάπη, συγκίνηση κι ένα χαμόγελο. Σαν να κέρδισε τελικά το παιχνίδι…
Γεννήθηκε στο Παρίσι. Σπούδασε Αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων. Ασχολείται με το κόσμημα και τη μικρογλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις, έχει συμμετάσχει σε ομαδικές, ενώ έργα του ανήκουν σε διεθνείς ιδιωτικές συλλογές.
«Εγώ ο Ανδρέας Βουτσινάς» είναι ο τίτλος της έκθεσης που εγκαινιάζεται απόψε (24/11) στην Ελληνοαμερικανική Ενωση. Κι έτσι ο Μάριος Βουτσινάς κάνει μια βόλτα στη ζωή που δεν έζησε με τον πατέρα του -κι εμείς μαζί του.
«Με ρωτάνε γιατί κάνω αυτή την έκθεση αφού μου φέρθηκε τόσο άσχημα ο Ανδρέας. Εάν δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος, δεν μπορώ να του το εξηγήσω. Εχω πολλή μεγάλη ανάγκη να κλείσει ένας κύκλος. Είναι ένας προσωπικός λογαριασμός. Είναι ένα δέλεαρ που μου άφησε πίσω με όλα αυτά τα κιβώτια. Οπως και η ζωή που δεν είχα ζήσει, που δεν ήξερα καν ότι είχε κάνει ο Ανδρέας στο Παρίσι και την Νέα Υόρκη. Γιατί τον είδα πρώτη φορά στα 9, δεύτερη στα 11 και μετά στα 19. Και ήταν πολύ θεαματικό το ταξίδι μέσα απ’αυτά τα κιβώτια και μέσα απ’όλο αυτό το υλικό. Ηταν πολύ θεαματικό ότι στα 9 μου χρόνια γνώρισα την Τζέιν Φόντα, την οποία φιλοξενούσε η γιαγιά μου στο σπίτι της. Είχα πάει και σε γυρίσματα ταινίας της, είχα και την αίσθηση ότι θα μπορούσε να καταλήξει μητριά μου, όπως έγραφαν τότε όλες οι εφημερίδες.
»Αυτή την έκθεση δεν την κάνω για τον πατέρα μου εκείνης της εποχής. Την κάνω για τον πατέρα που βρεθήκαμε, πριν φύγει, για 7 μήνες και είπαμε επί της ουσίας πράγματα που δεν είχαμε πει σε όλη μας τη ζωή. Κι αυτό με συγκινεί. Και πράγματι το νούμερο 7 είναι ένας αριθμός που μου ταιριάζει. 7 χρόνια που είχα να τον δω, 7 μήνες που ήμασταν κοντά στο τέλος του αλλά και 7 φυτά σαν ελληνικές προτομές που δημιούργησα εγώ σε μια έκθεση. Απ’τους μονούς αριθμούς το 7 είναι η προτίμησή μου. Μου κάνει καλό η έκθεση, γιατί κόπηκε βιαίως αυτό που ήθελα να ζήσω μαζί του, μου τρέφει και μια νοσταλγία. Αυτοί οι 7 μήνες δεν ήταν αρκετοί για μένα.
»Με συγκίνησε η ανταπόκριση απ’τη Βουλή και τον πρόεδρό της, τον Νικήτα Κακλαμάνη, όπως και η πρωτοβουλία του, αυτό το αρχείο να το πάρει η Βουλή, να το ψηφιοποιήσει ώστε να είναι προσβάσιμο στους καλλιτέχνες. Κι εγώ θα χαρίσω στη Βουλή το πορτραίτο του απ’τον Γιάννη Τσαρούχη που γράφει από κάτω “του κόσμου ετούτου ελπίδα για το θέατρο….”.
»Ημουν έντεκα χρόνων όταν είδα τον Ανδρέα στη Νέα Υόρκη. “Περίμενα να σε δω στα είκοσί σου, για να σου πω γιατί χώρισα με τη μάνα σου”, ήταν το πρώτο που μου είπε και το τελευταίο πράγμα που μ’ενδιέφερε να μάθω. Εκείνη τη στιγμή είδα έναν απόντα πατέρα που είχε ντυθεί πατέρας, με κοστούμι και γραβάτα -δεν μ’εντυπωσίασε καθόλου, δεν ήταν αυτό το στυλ του. Μετά τον είδα, και έπαθα σοκ, στους “Τρελούς-τρελούς παραγωγούς”, όταν ανοίγει μια πόρτα και ακούς ένα “hello” από έναν χαρακτήρα που το ζητούμενο απ’τον ίδιο τον Μελ Μπρουκς ήταν να είναι ανάμεσα στην Μέριλιν Μονρόε και τον Ρασπούτιν. Και ήταν ακριβώς αυτό.
»Την 3η πια φορά, για να δω πως θα εμφανισθεί, είπα ότι είμαι δημοσιογράφος. Ηταν στο Παρίσι, ήμουν 19. Και ήρθε μ’όλο αυτό που φορούσε, δαχτυλίδια, φουλάρια, χρυσές καδένες, με το μούσι το τσιγκελωτό. Μ’εντυπωσίασε σαν ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν και πατέρας μου. Αλλά, εμένα σαν μπαμπάς δεν μου έλειψε. Σαν μπαμπάς, με την απουσία του, κακό δεν μου έκανε ενώ στη θέση του μπαμπά είχα δύο πατριούς που με έβλαψαν ψυχολογικά -δεν συνδέθηκα ποτέ μαζί τους.
»Μεγάλωσα με πέντε γυναίκες και έναν παππού, διακοσμητικό, στα Εξάρχεια, μια συγκλονιστική περιοχή της εποχής. Η μητέρα μου ήταν 19 όταν με γέννησε και μ’ακούμπησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας… Με είχαν όλες στα όπα-όπα, η μάνα μου, όποτε ήταν στο σπίτι, η γιαγιά μου, οι αδελφές της γιαγιάς μου και η αδελφή της μάνας μου. Με θυμάμαι με την ποδιά δεμένη πάνω στο σκαμνάκι να ξεφλουδίζω σταφύλια για να κάνουμε γλυκό του κουταλιού. Είχα μια γιαγιά που το πρωί έκανε αυτό και το απόγευμα μ’έπαιρνε και μου’δειχνε τον κόσμο -απ’το Σινεάκ και τα παιδικά θεάματα ως το Εθνικό, για μεγάλους. Μου’δειξε μια βεντάλια ζωής που δεν υπάρχει δεύτερη για μένα. Η γιαγιά μου ήταν ο λόγος που επέζησα ενός κακού γάμου.
»Η μητέρα μου έκανε άλλους τέσσερις γάμους κι άλλα παιδιά. Με ήθελε κοντά της, εγώ δεν ήθελα γιατί έπρεπε να συμβιβαστώ μ’αυτούς τους συζύγους -ήταν ολέθριοι. Ευτυχώς είχα φτάσει σε μια ηλικία που μπορούσα να φύγω και το έκανα. Στα 19 μου έφυγα κι απ’το σπίτι της γιαγιάς μου. Ηθελα να ζήσω για μένα.
»Ημουν ένα παιδί πολύ μοναχικό που εφεύρισκε ενασχολήσεις στο σπίτι -απ’τα καπάκια της μπύρας ως το κουτί με τα κουμπιά, που ήταν και τα πρώτα μου κοσμήματα, ήξερα ότι ό,τι κάνω θα το κάνω με τα χέρια μου. Το χοντρό χαστούκι που έφαγα απ’τη γιαγιά μου ήταν όταν τέλειωσα την 6η δημοτικού με 5, ναι, με 5. “Εσύ παιδί μου τι θα γίνεις”, μου’λεγε. “Εγώ έχω ταλέντο με τα χέρια μου”, της απαντούσα.
»Απ’την άλλη, η γιαγιά μου η Βουτσινά, όταν πήγαινα στο σπίτι της και μ’έβλεπε με τα χαρτιά και τα μολύβια, έβαζε τα κλάματα κι έλεγε, “μου λείπει ο γιος μου, τα ίδια έκανε και ο πατέρας σου”.
»Στην Ελλάδα ήρθα μωρό, σ’ένα πορτ-μπεμπέ, χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα. Ο πολιτικός γάμος που είχαν κάνει οι γονείς μου, δεν ίσχυε τότε. Επρεπε όμως να δηλωθώ. Πήγε λοιπόν η γιαγιά μου η Βουτσινά και ζήτησε απ’τον προπάππου μου ένα θέατρο προίκα για τον Ανδρέα για να μου δώσουν το όνομά τους. Και ο προπάππους μου της είπε, “κυρία Βουτσινά αυτό είναι το πρώτο μου δισέγγονο, μπορώ να του δώσω και το μικρό μου όνομα και το μεγάλο μου”. Και η γιαγιά μου η Παπαστρατή, της μαμάς μου, έγινε έξαλλη, φώναξε τον παππού μου τον Αγγελο Βουτσινά -πραγματικός άγγελος, και πήγαν στο υπουργείο Εξωτερικών. Κάλεσε ο πρόξενος στο Λονδίνο τον πατέρα μου και είμαι αναγνωρισμένος από τηλεφώνου δια βασιλικού διατάγματος. Αλλιώς θα ήμουν νόθο τέκνο Αρτέμιδος Παπαστρατή.
»Η απόρριψη είναι ένα θέμα που μου βγαίνει και στη δουλειά μου. Δεν μου έλειψε ο πατέρας, ίσως γιατί δεν ήξερα. Τα είχα πολύ καλά ταξινομημένα μέσα μου και επειδή αισθανόμουν αυτή την καλλιτεχνική ανησυχία, σαφέστατα ήξερα ότι ήταν το DNA. Το πιο ανατριχιαστικό πράγμα είναι να πεθαίνει ένας άνθρωπος που τυχαίνει να είναι πατέρας σου, να πρέπει να μαζέψεις το σπίτι του και να συναντάς τον εαυτό σου μέσα στο σπίτι του. Και τώρα συστήνω στο κοινό όλο αυτόν τον κόσμο, τον έξω και τον έσω… Και βάζω στην έκθεση και κάποια ελάχιστα έργα δικά μου, όπως το στρώμα/κρεβάτι με τα ρολόγια swatch. Αν ο Ανδρέας θαύμαζε κάτι σαν δικό μου ήταν το γεγονός ότι έκανα κοσμήματα. Αλλά δεν μπορούσε να μην βάλει μέσα και τον εαυτό του. Μια φορά μου είχε πει ότι “κι εγώ όταν σπούδαζα στον Λονδίνο ήμουν ανάμεσα στο να τα παρατήσω όλα και να κάνω κοσμήματα…”.
»Το κόσμημα βγήκε από μένα, ξεκινώντας απ’το κουμπί στο κουτί της γιαγιάς. Αργότερα στην εφηβεία μου γνώρισα έναν άνθρωπο ο οποίος είχε φίλους που είχαν ένα συγκλονιστικό εργαστήριο κοσμημάτων στο Μετς -της Κατερίνας Κωτσάκη. Στα 18 μου λοιπόν έμαθα κάποιες τεχνικές και άρχισα αυτή την ενασχόληση. Συν τω χρόνω ζούσα και από μια τυχαία δουλειά: Εκανα το σπίτι μιας φίλης που ήταν τηλεφωνήτρια στον ΟΤΕ όταν παντρεύτηκε και μετά έκανα τα σπίτια στις μισές τηλεφωνήτριες της εποχής -η μία έφερνε την άλλη. Κι έτσι μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου. Γιατί με τα γράμματα είχα ένα τρομακτικό διαζύγιο -δυσλεκτικός, αριστερόχειρας. Η γιαγιά μου έδωσε μάχη για να γράφω με το δεξί, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, αγγλικά και ελληνικά, όταν πήγα στην Αμερική. Μεγάλη σύγχυση.
»Είχα ξεχωρίσει τον πατέρα απ’τον θαυμασμό που έτρεφα σ’έναν άνθρωπο που αγαπούσα την τέχνη του. Και παρόλες τις διαφωνίες και τους καβγάδες μου η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να δουλέψουμε μαζί στις “Τρεις ψηλές γυναίκες”; Του είχα συστήσει έναν φίλο μου, σκηνογράφο απ’την Αγγλία, με τον οποίο όμως τσακώθηκε ο παραγωγός, οπότε κλήθηκα εγώ να λύσω το πρόβλημα. Και μια μέρα που πήγα στο θέατρο, ήταν ακόμα στην ανάγνωση του έργου, διέκοψε και είπε σε όλους ότι ένα πράγμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι στο θέατρο είμαστε όλοι ίσοι γιατί κάνουμε μια ομαδική δουλειά. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Και συγχρόνως έμαθα και κάτι ακόμα: Ότι μπορεί ένα πράγμα που ο άλλος το έχει για πέταμα να γίνει λουλούδι. Μπορούσε να δει το διαφορετικό στον καθένα κι αυτό με είχε εντυπωσιάσει πολύ.
»Αν συγχώρεσα τον πατέρα μου; Ναι, αν δεν τον είχα συγχωρέσει δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή την έκθεση. Και ευτυχώς προλάβαμε και τα είπαμε πριν το θάνατό του. Η μεγαλύτερη συγνώμη που μπορούσε να ζητήσει ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν η συγνώμη που ζήτησε, με τον τρόπο του, όταν με φώναξε, 7 χρόνια μετά τον καβγά μας στην Επίδαυρο.
»Πιστεύω ότι μπορείς να συγχωρέσεις τα πάντα σ’έναν άνθρωπο -πέρα από σεξουαλικές παρενοχλήσεις και βία. Και θα μπορούσα να τον έχω συγχωρέσει και να’χω υπομονή για τα πάντα, εκτός απ’το σημείο της ζήλειας -είναι η αχίλλειος πτέρνα μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποιος μπορεί να’ναι ανταγωνιστικός μαζί μου και αυτός να’ναι ο πατέρας μου. Τότε στην Επίδαυρο, αυτό μου βγήκε. Μου είχε ζητήσει ένα πολλαπλό -το οποίο και θα εκθέσω. Ηταν για τις “Εκκλησιάζουσες” και του είχα κάνει 100 μικρογλυπτά για να τα μοιράσει στους φίλους του. Και μου ζήτησε να πάω το βράδυ στον “Λεωνίδα” να τα μοιράσω. “Εγώ δεν είμαι λουλουδού, είμαι ο γιος σου και σου έκανα τη χάρη να σου τα φτιάξω, στο κόστος τους, για να τα κάνεις δώρο. Βάλε ένα παιδί απ’την παραγωγή να τα μοιράσει”. Τι ήταν να το πω; Σήκωσε το μπαστούνι του να μου πάρει το κεφάλι… Εσκυψα, έσπασε την τζαμαρία στο Ξενία και μετά χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο. Τότε ήταν που του είπα “πατέρα εδώ τελειώσαμε”, Περάσανε επτάμιση χρόνια κι ένα πρωί, 1η 1ου του ’10, στις 10 και 10 σαν κινηματογραφικό σενάριο χτύπησε το τηλέφωνο. “Εγώ είμαι. Θα’ρθεις να με δεις; Είμαι στο νοσοκομείο”.
»Δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω. Με το που μπήκα, πριν προλάβω να πω τίποτα, μου λέει: “Ξέρω, εσύ θες να σου ζητήσω συγνώμη εγώ τώρα, αλλά δεν πρόκειται. Γιατί συγνώμη δεν είναι μια λέξη είναι μια πράξη κι εγώ τώρα απ’το κρεβάτι είμαι ανήμπορος”... Ποια μεγαλύτερη συγνώμη μπορούσα να πάρω απ’τον Βουτσινά;
»Είχα τεράστια ανάγκη να συμβεί αυτό. Δεν ήταν εύκολο γιατί δεν υπήρχε καμία βοήθεια από πίσω. Απ’την άλλη κανέναν δεν βόλευε να τα’χω καλά με τον πατέρα μου -όλοι φοβόντουσαν ότι θα συνεργαστούμε και θα χάσουν κάποιοι τη δουλειά τους. Γιατί μετά το θεατρικό (“Τρεις ψηλές γυναίκες” του Αλμπι), που είχε τόση επιτυχία, αν ο Ανδρέας δεν είχε πάθει εγκεφαλικό, θα είχαμε κάνει κι άλλα πράγματα μαζί. Πολύ κόσμος γύρω του με έβλεπε σαν κατάσκοπο. Και επίσης, το πιο τραγικό, ήταν ότι όταν εγώ μιλούσα με τον Ανδρέα μου μιλούσαν όλοι, και όταν δεν μιλούσαμε, δεν μου μιλούσαν, και μάλιστα φίλοι καρδιακοί, που τους είχε γνωρίσει από μένα -γιατί μιλούσαν στον Ανδρέα.
»Εγώ όλα τα χρόνια μάθαινα και παρακολουθούσα τι έκανε. Εκείνος όμως θύμωνε γιατί του έμοιαζα. Ό,τι εγώ θεωρούσα συν σ’αυτή τη σχέση για εκείνον ήταν πλην. Πού να διανοηθώ ότι ο πατέρας μου είχε τόση εγωπάθεια που δεν μπορούσε να το σηκώσει; Το σπίτι στο Παρίσι ήταν τέσσερα δωμάτια, τα δύο απ’αυτά ήταν γκαρνταρόμπα. Εκεί βρήκα ίδια ζευγάρια παπούτσια που είχα κι εγώ, ίδια πουκάμισα, κοστούμια… Κι εκεί κατάλαβα γιατί δεν του ήταν ευχάριστο. Όταν δεν έχεις ζήσει μ’έναν άνθρωπο, και δεν τον ξέρεις και είναι ο πατέρας σου και ξαφνικά τον γνωρίζεις και μπαίνεις στο σπίτι του και βλέπεις ένα σπίτι σαν να το’χεις φτιάξει εσύ. Ή στην πρώτη συνάντηση στο Παρίσι που καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον και ήταν σαν να παίζουμε το παιχνίδι του καθρέφτη -ίδιες κινήσεις, ίδια όλα…
»Θυμάμαι στις “Τρωάδες”, στην Επίδαυρο, μιλούσαμε τότε, είχα αρχίσει να ξυρίζω το κεφάλι μου. Κι έγινε έξαλλος όταν η Αλεξάνδρα Λαδικού του είπε “τι ωραίο προφίλ είναι αυτό, τι ωραίος ηθοποιός θα μπορούσε να είχε γίνει”… Γιατί και ο ίδιος ηθοποιός ήθελε να γίνει. Και δεν άντεχε ότι υπήρχε ένας άνθρωπος που τον ακολουθεί σαν σκιά και του μοιάζει σαν κάλπικη λίρα. Γιατί για τον πατέρα μου αυτόν ήμουν, μια κάλπικη λίρα, μια που θεωρούσε τον εαυτό του τη λίρα. Δεν με πείραξαν αυτά τα πράγματα, ήμουν αρκετά μεγάλος πια και σίγουρος με ανθρώπους γύρω μου που ήξερα ότι μ’αγαπούσαν.
»Ο Ανδρέας ήταν πολύ φιλόδοξος. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ασχοληθεί με μένα μωρό -ήταν πιο μωρό από μένα. Εχω αποκόμματα απ’τα πρώτα, τα πιο μηδαμινά, δημοσιεύματα με τ’όνομά του. Κρατούσε τα πάντα. Σκεφτείτε, είχε γράψει τον λόγο του αν θα έπαιρνε Οσκαρ.
»Απ’την άλλη μεριά εγώ δεν έπαψα ποτέ να θαυμάζω αυτή του την ευρηματικότητα. Όπως η σκηνή στη “Μήδεια”, όταν η Λυδία Φωτοπούλου βάφει τα χέρια της κόκκινα πριν σκοτώσει τα παιδιά της, για να μην τρομάξει απ’το αίμα τους.
»Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλα αυτά τα χρόνια τον παρατηρούσα, ότι ήθελα να του μοιάσω σε ευρηματικότητα, επίσης. Γιατί ζήσαμε γέλια και στιγμές, αυτό το τελευταίο 7μηνο, μαγικά. Ημουν κάθε μέρα στο νοσοκομείο, εκτός από κάποιες μέρες που έπρεπε να είμαι στο Παρίσι για να διευθετήσω κάποια δικά του θέματα. Και, ναι, νομίζω ότι είχε την αίσθηση του θανάτου.
»Όταν ξεστόμισε εκείνο το “σ’αγαπούσα να ξέρεις, αλλά δεν μπορούσα”, είχα βεβαιωθεί για εκείνο το “δεν μπορούσα”. Γι’αυτό και τον συγχώρεσα. Το θέμα μου ήταν γιατί δεν με θέλει. Όταν συνειδητοποίησα ότι υπάρχει το “δεν μπορώ” -γιατί στην Ελλάδα μεγαλώνουμε με το ότι δεν υπάρχει δεν μπορώ υπάρχει δεν θέλω -μεγάλο λάθος, ήθελα να το φτάσω ως το τέλος. Και δικαιώθηκα. Το αντίδωρο για μένα είναι αυτή η έκθεση…
»Είμαι μια ειδική περίπτωση, το ξέρω. Υπήρχαν φορές, όταν ήμασταν τσακωμένοι, που ήθελα να’χω έναν μπαμπά χασάπη, μανάβη ή μπακάλη. Γιατί δεν θα ήταν τόσο διάσημος, δεν θα υπενθύμιζε συνέχεια στο μυαλό μου το ταλέντο του… Αλλά επί της ουσίας δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Το φινάλε ήταν δική μου επιμονή…
»Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθα απ’την Αμερική, όταν έπαθε το εγκεφαλικό στη Θεσσαλονίκη, στις πρόβες με την “Αλκηστη”, πήγα στο νοσοκομείο. Όταν άνοιξα την πόρτα, μου είπε “γιατί ήρθες, δεν σε ζήτησα”. “Δεν ήρθα για σένα, για μένα έχω έρθει”. Αισθανόταν τύψεις για ό,τι έκανα γι’αυτόν απ’το εγκεφαλικό και μετά επειδή αυτός δεν είχε κάνει τίποτα για μένα. Και ήθελε να με αποδιώξει. Αλλά τελικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να το αναπληρώσει το 7μηνο αυτό. Και είμαι ευτυχής που όλος αυτός ο περίγυρος μας άφησε ήσυχους. Και, ναι, αναμφισβήτητα εγώ κέρδισα τελικά το παιχνίδι».
Η έκθεση «Εγώ, ο Ανδρέας Βουτσινάς» εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 24 Νοεμβρίου στις 19.00 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Μασσαλίας 22). Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού, Σταμάτης Γκίκας & Μάριος-Άγγελος Βουτσινάς. Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα και στήριξη της Βουλής των Ελλήνων. Διάρκεια ως 24/1/2026.