Σαν σήμερα, στις 30 Ιανουαρίου του 2007, «έφυγε» από τη ζωή ο Νίκος Κούρκουλος.
Πέρασαν κιόλας 17 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που ο Νίκος Κούρκουλος πέθανε 73 ετών από καρκίνο, αφήνοντας πίσω του ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο, αλλά και μία πολύ δεμένη οικογένεια που δεν περνάει μέρα που τα μέλη της να μην τον μνημονεύσουν.
Απόλυτος σταρ τη χρυσή δεκαετία του ’60 όταν και μόνο το όνομα του αρκούσε για να έχει μια ταινία εισπρακτική επιτυχία, ο Νίκος Κούρκουλος έλαμψε με τους ρόλους του στη μεγάλη οθόνη ενώ παράλληλα παρέδωσε ποιοτικές ερμηνείες στο θεατρικό σανίδι. Αγαπημένο «παιδί» του Φιλοποίμενα Φίνου, κέρδιζε αμέσως την αγάπη όλων τόσο για την υποκριτική του ικανότητα όσο και για το σπάνιο χαρακτήρα του.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στην περιοχή Ζωγράφου. Δευτερότοκος γιός γνωστού και επιτυχημένου κουρέα, ο Νίκος Κούρκουλος έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια μαζί με τους τρεις αδελφούς του. Στο σχολείο ήταν μάλλον μέτριος αθλητής αλλά είχε έφεση στον αθλητισμό, ξεκινώντας από την κολύμβηση, για να περάσει στο μπάσκετ και μετά στο ποδόσφαιρο όπου έπαιξε για την ομάδα της Καισαριανής πριν καταφέρει να μπει στην κανονική ομάδα του Παναθηναϊκού. Θέλοντας να συνεισφέρει στην οικογένειά του ξεκίνησε να δουλεύει (σε χρυσοχοείο, σε εταιρία χρωμάτων και σε υφαντουργείο) ενώ παράλληλα γράφτηκε σε νυχτερινό γυμνάσιο. Ο θάνατος του μεγάλου του αδελφού σε ναυάγιο όταν ο Νίκος Κούρκουλος ήταν 18 χρονών του άφησε ένα «κενό δυσαναπλήρωτο», όπως έλεγε, καθόρισε τα νεανικά του χρόνια και ίσως όλη του τη ζωή.
Παρότι δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ θέατρο ως παιδί, όταν έπεσαν τυχαία στα χέρια του κάποια σχετικά βιβλία μαγεύτηκε από τον κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά του. Έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο για πολιτικός μηχανικός, όπως ήταν το όνειρο του πατέρα του, αλλά δεν πήγε καν να δει τα αποτελέσματα. Αποφασισμένος να γίνει ηθοποιός κατάφερε να συναντήσει τον Μάνο Κατράκη, ο οποίος έγινε μέντοράς του και τον προετοίμασε πριν δώσει –με επιτυχία – εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί απέκτησε πολύτιμα εφόδια για την μετέπειτα καριέρα του με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη, την Κατίνα Παξινού, τον Στέλιο Βόκοβιτς και τον Άγγελο Τερζάκη.
Το θέατρο
Μόλις αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή, έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο τη θεατρική περίοδο 1958-59 στο πλευρό της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν και την παράσταση «Η Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά. Την αμέσως επόμενη χρονιά μεταπηδά στο θίασο της Έλσας Βεργή όπου αποσπά τις πρώτες εγκωμιαστικές κριτικές για την ερμηνεία του στην παράσταση «Νίκη Χωρίς Φτερά». Αίσθηση προκάλεσε επίσης η ερμηνεία του στο έργο «Η Μικρή μας Πόλη» τη θεατρική περίοδο 1961-62 σε σκηνοθεσία Μάριου Πλωρίτη.
Τη θεατρική περίοδο 1963-64 ανέβασε μαζί με την Τζένη Καρέζη την ιστορική παράσταση «Η Γειτονιά Των Αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η εμπορική αποτυχία της παράστασης οδήγησε σε εσπευσμένη αλλαγή έργου, με τον Νίκο Κούρκουλο να παίζει με την Καρέζη στο θέατρο Ρεξ το «Δεσποινίς Διευθυντής» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, στο ρόλο που έπαιξε αργότερα στον κινηματογράφο ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Μέσα σε λίγα χρόνια θεατρικής πορείας ο Νίκος Κούρκουλος είχε πλέον καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές και αυτό του έφερε σπουδαίους ρόλους σε παραστάσεις όπως «Ιούλιος Καίσαρ» (καλοκαίρι 1964) του Σαίξπηρ δίπλα στον Μάνο Κατράκη, «Να Ντύσουμε τους Γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλο και «Ο Πύργος» του Κάφκα αμφότερα τη θεατρική περίοδο 1964-65 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού. Το 1967 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου ερμήνευσε το ρόλο του Τόνιο στο μιούζικαλ «Illya Darling», τη θεατρική μεταφορά από τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη της επιτυχημένης ταινίας «Ποτέ την Κυριακή». Η παράσταση ξεκίνησε από τη Φιλαδέλφεια για να καταλήξει στο Μπρόντγουεη όπου ανέβηκε για 320 παραστάσεις στο Mark Hellinger Theatre, αποσπώντας έξι υποψηφιότητες για βραβεία Tony.
Το 1972 συγκροτεί πρώτη φορά δικό του θίασο και δύο χρόνια αργότερα ιδρύει το θέατρο Κάππα στην Κυψέλη όπου στεγάζει το θίασο του. Στα χρόνια που ακολουθούν ανεβάζει κλασσικά αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου, επιλέγοντας ρεπερτόριο που έμοιαζε διαφορετικό από τους κινηματογραφικούς ρόλους που τον καθιέρωσαν. Παραστάσεις όπως «Tάνγκο» (1972-73), «Όπερα της Πεντάρας» (1975-76), «Γλάρος» (1976-77), «Ψηλά από τη Γέφυρα» (1985-86) και «Στη Φωλιά του Κούκου» (1987-88) σημειώνουν επιτυχία στο θέατρο Κάππα.
Στη θεατρική του διαδρομή υπηρέτησε το αρχαίο δράμα παίζοντας στην Επίδαυρο τον «Ορέστη» του Ευριπίδη το 1971 (σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού) αλλά και τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή το 1982 (στην πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολωνάκη με το Εθνικό Θέατρο). Η τελευταία θεατρική εμφάνιση του Νίκου Κούρκουλου ήταν το 1991 με αρχαία τραγωδία, όταν υποδύθηκε τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου).
Από το 1995 και ως το θάνατό του, το 2007, διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου στο οποίο προσέφερε ανεκτίμητες και ουσιαστικές υπηρεσίες: Δημιούργησε το «Παιδικό Στέκι», τη «Διεθνή Σκηνή», τη «Θερινή Ακαδημία Θεάτρου», την «Πειραματική Σκηνή», το «Εργαστήρι των Ηθοποιών», ενώ αναβάθμισε και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Ίδρυσε ακόμη τον θίασο «Περιοδειών Αρχαίου Δράματος», με τον οποίο παρουσίασε πολλά έργα σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, και υλοποίησε το όραμα του υπογράφοντας εκ μέρους της πολιτείας, την ανάθεση του έργου για αποκατάσταση και εξοπλισμό του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου (Κτήριο Τσίλλερ).